Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Το χρονικό εντός - 6η μέρα καραντίνας

6η μέρα απουσίας
Απουσιάζουμε όλοι. Από τη ζωή μας, από τις επιθυμίες μας, από τους φίλους, τους αγαπημένους, τα όνειρά μας. Τίποτα από αυτά που θέλουμε δε συμβαίνει. Τίποτα δεν έχει χρώμα, γεύση, άρωμα. Στη φυλακή όλα είναι τα ίδια. Και δεν εννοώ το σπίτι φυλακή. Σε καμία περίπτωση. Όμως το να μην μπορείς να διαθέσεις τον εαυτό σου όπως τον θες, να τον περπατήσεις, να τον χαϊδέψεις, να τον παρηγορήσεις με μια βόλτα, μια αγκαλιά, ένα χάδι, είναι η πιο φρικτή φυλακή.
Το μαγαζί λοιπόν θα παραμείνει κλειστό λογω απουσίας.
Αναχώρηση που έλεγε κι ο Μάρκος Αυρήλιος.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Τα παθιασμένα γράμματα αγάπης της 'Εμιλυ Ντίκινσον στη Σούζαν Γκίλμπερ

(Πηγή: www.brainpickings.com, μετάφραση Τίνα Χρηστίδη)

Τέσσερις μήνες προτού κλείσει τα είκοσί της, η Emily Dickinson (10 Δεκεμβρίου 1830 - 15 Μαΐου 1886) συνάντησε το πρόσωπο που έμελλε να γίνει η πρώτη και μεγαλύτερή αγάπη - μια ορφανή σπουδάστρια μαθηματικό με το όνομα Susan Gilbert, μικρότερή της κατά εννέα ημέρες.  Σε όλη τη ζωή της ποιήτριας, η Σούζαν θα ήταν η μούσα της, ο μέντοράς της, η κύρια αναγνώστρια  και επιμελήτριά της, ο πιο δυνατός δεσμός της, η "Μόνη Γυναίκα στον Κόσμο".


Η Susan Gilbert είχε εγκατασταθεί στo Amherst, για να είναι κοντά στην αδελφή της, μετά την αποφοίτησή της από την Utica Female Academy - ένα από τα ελάχιστα ακαδημαϊκά eκπαιδευτικά ιδρύματα που δέχονταν τότε γυναίκες. Μπήκε στη ζωή της Dickinson το καλοκαίρι του 1850, την οποία η ποιήτρια αργότερα θα θυμόταν ως εποχή "όπου πρωτοξεκίνησε η αγάπη, στο σκαλί της μπροστινής πόρτας, εκεί στο Evergreens".

Στητή και σοβαρή στα είκοσί της, ντυμένη στα μαύρα εξαιτίας του θανάτου της αδελφής της κατά τον τοκετό και η οποία της είχε σταθεί σα μάνα από το θάνατο των γονιών τους, η Susan μάγεψε και τα δύο αδέλφια, και την Emily και τον Austin Dickinson. Τα δύο αδέλφια είχαν γοητευτεί από τη λυγερή κορμοστασιά της και την ομορφιά της - τα επίπεδα, γεμάτα χείλη και τα σκοτεινά μάτια της δεν ήταν ακριβώς αντρικά, το λείο και οβάλ της πρόσωπο και το χαμηλό μέτωπο δεν ήταν εντελώς θηλυκά.

"Η καλύτερη μαγεία είναι η γεωμετρία», θα γράψει αργότερα η Emily Dickinson. Τώρα τόσο η ίδια όσο και ο αδελφός της βρέθηκαν υπό την επήρεια μιας παράξενης μαγείας με τη Susan στην κορυφή ενός απρόσμενου τριγώνου. Αλλά για την Emily δεν ήταν μια επιπόλαιη αγάπη. Σχεδόν δύο δεκαετίες αφότου ξετρελάθηκε με τη Σούζαν, θα γράψει με ξεκάθαρη επιθυμία:

"Να κατέχω μια δική μου Susan
Αυτό από μόνο του είναι ευδαιμονία
Ό, τι κι αν χάσει ο Κόσμος, Κύριε,
Άσε με να συνεχίσω με αυτό."

Μια θύελλα οικειότητας ξέσπασε τους δεκαοκτώ μήνες που ακολούθησαν την άφιξη της Σούζαν στις ζωές των Ντίκινσον. Οι δύο νεαρές γυναίκες έκαναν μακρινές βόλτες στο δάσος, αντάλλασσαν βιβλία, διάβασαν ποίηση η μία στην άλλη και άρχισαν μια έντονη, αλληλογραφία, που εξελίχθηκε και μεταμορφώθηκε, αλλά θα διαρκούσε μια ζωή. "Μόνο εμείς είμαστε ποιήτριες",  έλεγε η Emily στη Susan, "όλοι οι άλλοι είναι απλώς πρόζα".

Στις αρχές του 1852, η ποιήτρια είναι απερίγραπτα ξετρελαμένη. Μια Κυριακή εκμυστηρεύεται στη Susan:

"Έλα μαζί μου σήμερα στην εκκλησία της καρδιάς μας, όπου οι καμπάνες θα χτυπάνε αιώνια, και ο ιεροκήρυκας - που τον λένε Αγάπη - θα γίνει ο διαμεσολαβητής μας!"

Όταν η Susan δέχτηκε μία θέση εργασίας δέκα μηνών ως καθηγήτρια μαθηματικών στη Βαλτιμόρη το φθινόπωρο του 1851, η Emily τρελάθηκε από τον πόνο του αποχωρισμού, αλλά προσπάθησε να κάνει κουράγιο. "Σας φαντάζομαι συχνά να καταφτάνετε στην αίθουσα διδασκαλίας με ένα χοντρό βιβλίο μαθηματικών στα χέρια το οποίο θα πρέπει να κομματιάσετε και να διδάξετε σε χοντροκέφαλους μαθητές.", την πειράζει σε μια επιστολή. Η Susan παίρνει τη θέση της επιστήμης, που γράφεται με κεφαλαίο, και θα στοιχειώνει τα ποιήματα της  Dickinson για δεκαετίες όπου θα εμφανίζεται ως "Επιστήμη".

Σε ένα απόσπασμα επιστολής από τις αρχές της άνοιξης του 1852, οκτώ μήνες μετά την απουσία της Susan, η Emily σκάει μια βόμβα όπου αποκαλύπτει την πάλη μέσα της:

"Θα είσαι καλή μαζί μου, Σούζι; Είμαι κακό κορίτσι και μπερδεμένο σήμερα το πρωί, και κανείς δεν με αγαπά εδώ, ούτε καν εσύ δε θα με αγαπούσες αν με έβλεπες να κοπανώ την πόρτα δυνατά και να εξαφανίζομαι.Κι όμως δεν είναι θυμός - όχι δεν είναι, γιατί όταν δε με κοιτά κανείς σκουπίζω μεγάλα δάκρυα με τη γωνία της ποδιάς μου και έπειτα ρίχνομαι και πάλι στη δουλειά - πικρά δάκρυα, Σούζι - τόσο καυτά που μου καίνε τα μάγουλα και σχεδόν τσουρουφλίζουν τα μάτια μου, αλλά έχεις κι εσύ κλάψει πολύ στη ζωή σου, και ξέρεις ότι είναι δεν είναι από θυμό αλλά από βαθιά λύπη.

Και μου αρέσει να τρέχω, να το βάζω στα πόδια - και να κρύβομαι μακριά από όλους. Εδώ στην αγκαλιά της αγαπημένης μου Susie, όπου ξέρω ότι θα βρω αγάπη και γαλήνη, και ποτέ δε θα φύγω από εκεί, εκεί όπου ο απέραντος κόσμος ούτε θα μου φωνάξει ούτε θα με δείρει που δε δούλεψα. Το πολύτιμό σου γράμμα, Susie, είναι εδώ στην καρέκλα και μου χαμογελάει τόσο γλυκά, και μου φέρνει τόσο γλυκιες σκέψεις για τον αγαπημένο πρόσωπο που το έγραψε. Όταν γυρίσεις, αγαπημένη μου, δεν θα έχω τις επιστολές σου, θα τις έχω βέβαια αλλά κυρίως θα έχω εσένα, κι αυτό είναι το σημαντικό. Ό, τι πιο σημαντικό μπορώ να σκεφτώ. Κάθομαι εδώ με το μικρό μου μαστίγιο και μαστιγώνω το χρόνο για να κυλήσει πιο γρήγορα! και να! είσαι εδώ κι η χαρά είναι εδώ- χαρά τώρα και για πάντα!"

[...]
Η ηλεκτρική ενέργεια της αγάπης της Ντίκινσον θα αντέξει, θα διαρκέσει μέσα από την ύπαρξή της για το υπόλοιπο της ζωής της. Πολλά χρόνια αργότερα, θα το διοχέτευε σε αυτό το αθάνατο στίχο:

"Διάλεξα αυτό το μοναδικό αστέρι
Από τους αριθμούς της μεγάλης νύχτας -
Sue - για πάντα!"

Τώρα, όμως, στη φλόγα αυτής της αγάπης που είναι στο ξεκίνημά της, το για πάντα, συγκρούεται με την επιτακτική σφοδρότητα της επιθυμίας. Κάπου στα μισά αυτής της έκρηξης, η Emily απευθύνεται ξαφνικά στη Susan στο τρίτο πρόσωπο, σαν να παρακινεί έναν παντοδύναμο θεατή να ικανοποιήσει  την επιθυμία της στο δράμα της επικείμενης επανένωσης:

"Την χρειάζομαι - πρέπει να την έχω. Ω, δώσε την σε εμένα!"

Την στιγμή που κατονομάζει τη λαχτάρα της, αμβλύνει τη συγκίνηση της με ευδιάκριτο τρόμο που μπορεί όμως να μένει ανομολόγητος:
" Λαχταρώ, είναι όλα ένα μουρμουρητό, ή είμαι λυπημένη και μόνη και απλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.  Καμιά φορά όταν νιώθω έτσι σκέφτομαι ότι ίσως να κάνω και λάθος και ότι ο Θεός θα με τιμωρήσει παίρνοντας σε μακριά, κι ίσως να είναι και πολύ ευγενικός που με αφήνει να σου γράφω ή να παίρνω τα γλυκά σου γράμματα, αλλά η καρδιά μου θέλει περισσότερα."

[...]
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Όρος Holyoke, το «προπύργιο της επιστήμης», όπου έφτιαξε το εκπληκτικό της φυτολόγιο, η Emily είχε αρχίσει να σχηματοποιεί την άμορφη αμφισβήτηση της σχετικά με τους ισχυρισμούς της θρησκείας που την κουβαλούσε από  μικρή.  Αργότερα θα το απαθανατίσει σε στίχους:

"Με προβλημάτισε παιδί καθώς ήμουν κάποτε -
Γιατί κάποτε υπήρξα παιδί -
Καθώς αποφάσισα πώς ένα άτομο - έπεσε -
Και όμως οι ουρανοί - κράτησαν."

Αντιμέτωπη με την επιθυμία της για τη Σούζαν φοβάται βαθιά, όχι την τιμωρία από τον "Θεό", αλλά ότι η πεισματάρα και αλλόκοτη καρδιά της ήταν η δική της ανταπόδοση - καθώς και η δική της ανταμοιβή. Γράφει όλο παράπονο εκείνο το ζεστό καλοκαίρι:

" Έχεις σκεφτεί ποτέ αγαπημένη μου Susie, και είμαι σίγουρη ότι το έχεις κάνει, πόσα πολλά απαιτούν αυτές οι καρδιές; γιατί δεν πιστεύω σε  όλον αυτόν τον τεράστιο κόσμο, είναι τόσοι οι σκληροί παραδόπιστοι πιστωτές - τόσοι αληθινοί μικροί τσιγκούνηδες, που εσύ κι εγώ συναντάμε καθημερινά. Δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι μερικές φορές, όταν ακούω για όσους δεν είναι γενναιόδωροι. Καρδιά, μη σαλεύεις- αλλιώς κάποιος θα σε βρει! . . . Νομίζω ότι είναι υπέροχο, Susie, που δε ραγίζουν οι καρδιές μας καθημερινά. . . αλλά υποθέτω ότι διαθέτω μόνο μια σκληρή καρδιά από πέτρα, γιατί δεν σπάει, και καλή μου Susie, αν η δική μου είναι πέτρινη, η δική σου είναι δυο φορές σκληρή σαν πέτρα,[...].  Θα συνεχίσουμε να γινόμαστε σκληρές σαν απολιθώματα,  Susie - τι λες;"

Υπάρχει φανερή αγωνία στην αμφιταλάντευση της Emily ανάμεσα στην παραίτηση και στην απαίτηση, ανάμεσα στην αγάπη και στη λαχτάρα της να αποκαλυφθεί και στον φόβο μήπως την ανακαλύψουν. Αργότερα εκείνο το μήνα προειδοποιεί τη Σούζαν: «Αγαπημένη εσύ ξέρεις τα πάντα. Ένας υπαινιγμός στα λόγια της Ιουλιέτας στο  Ρωμαίος και Ιουλιέτα: «Ξέρεις ότι η μάσκα της νύχτας είναι στο πρόσωπό μου».

Μέχρι τον Ιούνιο, προσμένοντας την επιστροφή της Σούζαν από τη Βαλτιμόρη σε τρεις εβδομάδες,η Emily εξομολογείται με αχαλίνωτη ειλικρίνεια:

"Όταν κοιτάζω γύρω μου και βρεθώ μόνη, αναστενάζω για σένα πάλι. Και ξανά και ξανά αλλά οι μάταιοι αναστεναγμοί δε θα σε φέρουν πίσω. Σε χρειάζομαι όλο και περισσότερο, και ο μεγάλος κόσμος μεγαλώνει. . . κάθε μέρα που μένεις μακριά - μου λείπει η μεγαλύτερη καρδιά μου, η δική σου. Η δική μου περιπλανιέται και σε φωνάζει: Susie ... Susie, συγχώρεσέ με. Αγαπημένη, για κάθε λέξη που είπα - η καρδιά μου είναι γεμάτη από εσένα. . . αλλά όταν προσπαθώ να σου πω κάτι - όχι για τους άλλους-  οι λέξεις με προδίδουν... Η ανυπομονησία μου θα μεγαλώνει μέχρι να έρθει αυτή η αγαπημένη μέρα, γιατί μέχρι τώρα, μόνο δάκρυα έχω χύσει για σένα. Τώρα αρχίζω όμως να ελπίζω".

Τελειώνει την επιστολή της με την πικρή συνειδητοποίηση της ασυμφωνίας μεταξύ της κρυφής επιθυμίας και των δημόσιων κανόνων της αγάπης:

" Σε αφήνω τώρα, Σούζι. . .Κλείνω  με ένα φιλί, ντροπαλά, μήπως και μας δει κανείς! Μην τους αφήνετε να δουν, εντάξει Susie;

Δύο εβδομάδες αργότερα, με την επιστροφή της Σούζαν σε λίγες μέρες, η πρόωρη λαχτάρα της κορυφώνεται:

"Σούζι, θα έρθεις στα αλήθεια σπίτι το επόμενο Σάββατο και θα είσαι και πάλι δικιά μου και θα με φιλήσεις όπως με φιλούσες παλιά; . . . Λαχταρώ τόσο πολύ να έρθεις κι ανυπομονώ τόσο, δεν μπορώ να περιμένω, κατάλαβε ότι τώρα πρέπει να σε έχω - ότι η προσδοκία για άλλη μια φορά να δω το πρόσωπό σου πάλι με κάνει να καίγομαι και να λιώνω και η καρδιά μου κτυπά τόσο γρήγορα - πάω να κοιμηθώ τη νύχτα και βρίσκομαι εκεί,με τα μάτια ορθάνοιχτα, να σφίγγω τα χέρια μου στη σκέψη του ερχόμενου Σαββάτου ... Γιατί, Susie, μου φαίνεται σαν να γυρνά από τα ξένα ο Εραστής μου που έλειπε. - και η καρδιά μου είναι τόσο απασχολημένη με τις ετοιμασίες".

[...]

Εκείνη την ανυπόφορη άνοιξη, είχε ήδη δηλώσει στη Susan ότι η "καρδιά της θέλει περισσότερα". Είκοσι Αυγούστου μετά τη συνάντησή τους, η Dickinson θα έγραφε:

" Συχνά είναι τόσο μάταιη η γλυκύτητα. Καμιά φορά νομίζω ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μονο στην φαντασία μας"
Αλλά όταν η Σούζαν επέστρεψε από τη Βαλτιμόρη εκείνο το πολυαναμενόμενο Σάββατο, κάτι είχε αλλάξει μεταξύ τους. Ίσως η απουσία δέκα μηνών, γεμάτη όχι με τους συνήθεις περιπάτους στο δάσος, αλλά με γράμματα ολοένα και αυξανόμενης έντασης, είχε αποκαλύψει στη Susan ότι τα συναισθήματα της Emily για αυτήν δεν ήταν απλά διαφορετικής απόχρωσης αλλά τελείως διαφορετικού χρώματος - κάτι το οποίο δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. Ή μήπως η Έμιλυ είχε κακώς αποθεώσει τα αισθήματα της Σούζαν, προσδοκώντας λανθασμένα μια αμοιβαιότητα όχι βασισμένη σε πραγματικά στοιχεία αλλά κυρίως στην τυφλή ελπίδα.

Λίγα πράγματα είναι πιο τραυματικά από την αναπάντεχη στιγμή όπου ανακαλύπτει κανείς ασυμμετρία στα συναισθήματα αγάπης ενώ θεωρούσε ότι υπήρχε αμοιβαιότητα. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πώς η Dickinson έκανε πίσω - ήταν μια γυναίκα που βίωσε τον κόσμο με μια συναισθηματική ευφορία πέρα και πάνω από το μέσο όρο.Φαίνεται όμως ότι φοβόταν όλο αυτό το διάστημα - φοβόταν ότι τα τεράστια συναισθήματά της δεν θα έβρισκαν ποτέ πλήρη ανταπόκριση, όπως συμβαίνει σε αυτούς που αγαπούν άνευ όρων. Πέντε μήνες νωρίτερα, είχε γράψει στη Susan:

"Θα εγκατέλειπα τα πάντα για να ζήσω κοντά στη ζεστή καρδιά σας ... Υπάρχει καθόλου χώρος εκεί για μένα, ή θα περιπλανηθώ μακριά, ολομόναχη και άστεγη;

Υποψιαζόταν επίσης ότι θα μπορούσε να πληγωθεί-  και όχι μόνο η ίδια - από τη σφοδρότητα της αγάπης της:

Ω, Susie, συχνά σκέφτομαι ότι θα προσπαθήσω να σου πω πόσο μου είσαι αγαπητή. . . αλλά οι λέξεις δε βγαίνουν, μόνο δάκρυα, και θα απογοητευτώ ... Στη σκέψη αυτών που αγαπώ, χάνω τα λογικά μου και σκέφτομαι μερικές φορές ότι πρέπει να φτιάξω ένα νοσοκομείο για τους παράφρονες και να μπω κι εγώ εκεί μέσα, αλυσοδεμένη για να μη σε πληγώσω".

[...]
Τώρα πιο ήταν συνειδητοποιημένη - όχι με αγενή τρόπο αλλά αδιαμφισβήτητα και αμετάκλητα. Την εναγώνια κι επίμονη ικεσία της διαδέχεται η οδυνηρή αίσθηση ότι η Σούζαν απομακρύνεται από αυτήν - και την κερδίζει ο  Όστιν, ο οποίος ξεκινά ανοιχτά να την φλερτάρει.

Εκείνο το καλοκαίρι, η Emily Dickinson κόβει κοντά τα καστανά της μαλλιά.

Το επόμενο φθινόπωρο, η Susan Gilbert παντρεύτηκε τον Austin Dickinson, και μετακόμισαν στο Evergreens - το σπίτι που χτίστηκε για τους νεόνυμφους από τον Όστιν και τον πατέρα της Emily, απέναντι από το σπίτι στο Homestead, το σπίτι όπου έζησε η τρελά ερωτευμένη ποιήτρια.

Ένα μονοπάτι γυμνό από γρασίδι σύντομα σχηματίστηκε ανάμεσα στο Homestead και το Evergreens καθώς η Emily και η Susan διέσχιζαν το γρασίδι καθημερινά για να δουν η μία την άλλη ή να χώσουν η μία στο χέρι της άλλης ένα γράμμα που είχε βγεί από το κορσάζ ενός φορέματος Ένα "μικρό μονοπάτι αρκετά μεγάλο για δύο που αγαπιούνται", το αποκαλούσε η Dickinson. Για τα επόμενα 25 χρόνια 276 γνωστά ποιήματα θα ταξίδευαν μεταξύ των σπιτιών τους - μερικά παραδόθηκαν χέρι με χέρι αλλά και πολλά με το ταχυδρομείο. Συχνά αναρωτήθηκα τι έκανε την ποιήτρια να κατευθυνθεί προς το γραμματοκιβώτιο και προς όχι το φράχτη, κλείνοντας τα συναισθήματά της σε ένα φάκελο που προορίζεται για ένα σπίτι σε απόσταση αναπνοής από το δικό της. Και όμως η καρδιά δεν είναι πέτρα - είναι κάτι φτερωτό.

"Αγαπούσε με όλη της τη δύναμη", θυμόταν μία παιδική φίλη της Dickinson  μετά το θάνατό της "και όλοι γνωρίζαμε την αλήθεια της και εμπιστευόμασταν την αγάπη της." Κανείς δεν γνώριζε την αγάπη πιο καλά, ούτε είχε λόγο να την εμπιστευτεί , από τη Σούζαν. Εκεί όπου η αγάπη του Οστιν την έραινε με θόρυβο και επιφανειακά κύματα επιθυμίας, η Έμιλυ την μετέφερε πάνω σε βαθιά ρεύματα αφοσίωσης - μια αγάπη που η Dickinson θα μπορούσε να συγκρίνει με την αγάπη του Δάντη για τη Βεατρίκη και του Σουίφτ για τη Στέλλα. Για τη Susan, η Dickinson θα γράψει τις πιο παθιασμένες επιστολές της και θα της αφιερώσει τα καλύτερα ερωτικά της ποιήματα.Στη Σούζαν θα στηριχτεί, στην ακτή της θα επιστρέψει ξανά και ξανά, γράφοντας στα τελευταία χρόνια της ζωής της:

"Δείξε μου την Αιωνιότητα και θα σου δείξω τη Μνήμη -
Και τις δύο δεμένες μαζί
Και ξανά ανυψωμένες -
Να είσαι η Σού - κι εγώ θα είμαι η Έμιλυ -
Να είστε μετά - αυτό που πάντα υπήρξατε- ;Άπειρο."

Κάτι από το άπειρο θα παραμείνει πάντα μεταξύ τους. Τριάντα χρόνια μαζί, η Σούζαν θα δώσει στην Emily ένα βιβλίο για τα Χριστούγεννα - το μυθιστόρημα του Disraeli Ενδυμίων, που πήρε τον τίτλο του από το διάσημο ποίημα του Keats που αρχίζει με τη φράση "Ένα όμορφο πράγμα είναι μια χαρά για πάντα" - με την αφιέρωση: " στην "Emily, που ακόμα κι αν δεν την βλέπω, πάντα την αγαπώ. "

Ορισμένες αγάπες κατοικοεδρεύουν στην ουσία της ύπαρξης σαν τον υδράργυρο, διεισδύουν σε όλες τις συνάψεις και σε όλα τα νεύρα για να παραμείνουν εκεί, μερικές φορές αδρανείς, μερικές φορές βασανιστικά παρούσες, με μια ζωή μισερή που κρατάει για ολόκληρη τη ζωή.

Η ασυνήθιστη αγάπη, η λαμπρότητα και η θλίψη θα γίνουν ο παλμός της δουλειάς της Dickinson, που υπήρξε ριζοσπαστική για την εποχή της και άλλαξε για πάντα το τοπίο της λογοτεχνίας - μια λαμπρή απόδειξη του γεγονότος ότι η αγάπη και η ανησυχία της ανθρώπινης καρδιάς είναι ο καταλύτης για κάθε δημιουργική επανάσταση.


Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

1.
Υπάρχει μια κούραση της αφηρημένης ευφυίας , και είναι η πιο φρικτή κούραση που υπάρχει. Δε βαραίνει όπως η σωματική κούραση, ούτε ανησυχεί όπως η κούραση της γνώσης που αποκτάται μέσω της συγκίνησης. Είναι το βάρος από τη συνείδηση του κόσμου, σα να μην μπορείς να αναπνέεις με την ψυχή.
2.
Η μοναξιά με απελπίζει. Η συντροφιά των άλλων με καταπιέζει.Η παρουσία του άλλου αποπροσανατολίζει τις σκέψεις μου. Οι συνήθειές μου είναι της μοναξιάς, όχι των ανθρώπων.
3.
Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν θεοί, είμαστε σκλάβοι τους.
4.
Ο μυθιστοριογράφος είμαστε όλοι εμείς, και διηγούμαστε εφόσον βλέπουμε, γιατί βλέπω είναι μια πράξη πολύπλοκη, όπως όλα τα πράγματα.
5.
Αναγνωρίζω με θλίψη ότι η ανθρώπινη καρδιά μου είναι στεγνή, Για μένα έχει μεγαλύτερη αξία ένα επίθετο από έναν αληθινό λυγμό της ψυχής. 
6. 
Η μόνη πραγματικότητα για τον καθένα είναι η ίδια του η ψυχή, και τα υπόλοιπα- ο εξωτερικός κόσμος και οι άλλοι- ένας ακαλαίσθητος εφιάλτης, όπως στα όνειρα, το αποτέλεσμα μιας δυσπεψίας του πνεύματος.
7.
Για να καταλάβω κατέστρεψα τον εαυτό μου. Καταλαβαίνω είναι ξεχνώ να αγαπώ. 
8.
Όλα με κουράζουν, ακόμα κι αυτά που δε με κουράζουν. Η χαρά μου είναι τόσο οδυνηρή όσο και η οδύνη μου. Ανάμεσα σε μένα και τη ζωή υπάρχει ένα λεπτό τζάμι.Παρότι βλέπω και καταλαβαίνω τη ζωή ξεκάθαρα δεν μπορώ να την αγγίξω. 
9.
Η ζωή ζημιώνει την έκφραση της ζωής. Αν ζούσα έναν μεγάλο έρωτα δε θα μπορούσα ποτέ να τον διηγηθώ.
10. 
Όπως κάθε άτομο με μεγάλη πνευματική κινητικότητα, νιώθω έναν οργανικό και μοιραίο έρωτα για την σταθερότητα. Μισώ την καινούρια ζωή και τα άγνωστα μέρη.

«Για τον κοινό άνθρωπο, αισθάνομαι είναι ζω και σκέφτομαι είναι ξέρω να ζω. Για μένα, σκέφτομαι είναι ζω, και αισθάνομαι δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την τροφή της σκέψης.»
«Όσο πιο διαφορετικός είναι ο κάποιος από μένα, τόσο πιο πνευματικός μου φαίνεται, γιατί εξαρτάται λιγότερο από την υποκειμενικότητά μου. Και γι᾽ αυτό ακριβώς η επιμελής και διαρκής μου μελέτη είναι αυτή η κοινή ανθρωπότητα που απεχθάνομαι και από την οποία απέχω. Την αγαπώ γιατί τη μισώ. Μου αρέσει να τη βλέπω γιατί απεχθάνομαι να την αισθάνομαι.
 Το τοπίο, τόσο θαυμάσιο ως πίνακας, είναι εν γένει άβολο ως κλίνη.»
«Όσο περισσότερο βυθίζομαι μέσα μου, όλα τα μονοπάτια του ονείρου με οδηγούν στα ξέφωτα της αγωνίας.»
«Η ζωή μου είναι σαν να με χτυπούσαν με αυτήν….
Εγώ την ημέρα είμαι μηδαμινός, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ.»
«Έχω δημιουργήσει μέσα μου πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες. Αδιάκοπα δημιουργώ προσωπικότητες. Κάθε ένα από τα όνειρα μου, τη στιγμή ακριβώς που ονειρεύομαι έχει ήδη ενσαρκωθεί σε ένα άλλο πρόσωπο που το ονειρεύεται, εκείνο, όχι εγώ.
Για να δημιουργώ καταστρέφομαι. Έχω τόσο πολύ αποκαλύψει το εσωτερικό της ψυχής μου, ώστε μέσα μου δεν υπάρχω παρά μόνο εξωτερικά. Είμαι η ζωντανή σκηνή όπου ανεβαίνουν διάφοροι ηθοποιοί και ζωντανεύουν διαφορετικά έργα.»
«Αλλά η αντίθεση δεν με συνθλίβει – με απελεθερώνει. Η ειρωνεία που υπάρχει σ΄αυτήν είναι αίμα μου. Αυτό που θα έπρεπε να με ταπεινώνει είναι η σημαία που ξεδιπλώνω.
Και το γέλιο με το οποίο θα έπρεπε να γελάω με τον εαυτό μου είναι μια σάλπιγγα με την οποία χαιρετώ και δημιουργώ την αυγή στην οποία μεταλάσσομαι
«Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά
πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει.»


Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και κείμενο

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΧΛΙΒΑΝΗ, ΠΕΖΗ ΟΧΟΥΜΕΝΗ



Η ταχεία της Πεζής Οχούμενης ετοιμάζεται για αναχώρηση. Παρακαλούνται οι  κ. κ. επιβάτες και επισκέπτες όπως επιβιβασθούν. Θα ταξιδεύουν για πάντα. Ουράνιος  μηχανοδηγός η Αγγελική Πεχλιβάνη. Προορισμός: ένα βήμα της ποίησης παραπέρα, κι αυτό δεν είναι λίγο. Προχωράμε οχούμενοι. Μπορεί με αγκομαχητό στις ανηφόρες. Κάποιες φορές ίσως κολλήσουμε. Θα συνεχίσουμε πεζή. Ποτέ όμως με τα πόδια. Πάντοτε με φτερά.
Παρακαλώ αφήστε τις αποσκευές σας στην πλατφόρμα. Ελάχιστα θα σας χρειαστούν. Εδώ η μαγεία φτιάχνεται μόνο από λέξεις, ρώσικες στέπες, έρωτα και γάτες.
Στάση πρώτη: εκεί στον παγωμένο Βορά, Πασών των Ρωσιών και κατά την Αγγελική, πασών των μαγικών ρεαλισμών. Νίζνι Νόβγκορν, για να παραλάβουμε τηλεγράφημα του Θεού Λένιν, που αγάπησε με πάθος την ανθρωπότητα αλλά όχι τον ίδιο τον άνθρωπο. Στις ουρές του Υπουργείου Εσωτερικών θα πετύχουμε την Αχμάτοβα να στέλνει δέμα. Τον Βόλγα θα διαπλεύσουμε ακούγοντας Ochi Chernye. Μόσχα - Αγία Πετρούπολη και νήσος Σαχαλίνη. Άγνωστος τόπος, νέα γλώσσα καμωμένη από αλάτι, πάγο, ψάρια. Αναδύεται από τα κρουσταλλιασμένα νερά, από τη άβυσσο στο φως, σαν άλλη Κομμαγηνή.
Επόμενη στάση: Πατερούληδες της ποιήσεως στο εικονοστάσι των Αγίων:  ο Μανόλης Αναγνωστάκης σκαλίζει μια παρένθεση, ο Αρχάγγελος Σικελιανός κραδαίνει τη ρομφαία,  η μάγισσα Τζένη Μαστορεύει φίλτρα αθανασίας, ο μικρός Γιωργής Βιζυηνός καταδικασμένος στις φλόγες μιας αιώνιας νηπιότητας, ο Μίμης Σουλιώτης στης Φλώρινας τον Πανάγιο Τάφο, ο Μιχάλης Γκανάς τα σπάει στα Γυάλινα Γιάννενα. Κι άλλοι πολλοί. Κυρίως ο Καβάφης.
Στάση για ανεφοδιασμό: στης Γλώσσας, πού αλλού; Γλώσσα με άποψη, με τρέλα, με δέος, με λατρεία. Άλλοτε με βάραθρα ανοιχτά στο Χαϊκού για τον Γιόχαν (που η Αγγελική τα υπερπηδά σαν παιχνιδάκι), άλλοτε με γλύκαν άφατον και υγρά πολλά βουτηγμένα στο μέλι ή με γουργουρητά γατίσια. Η Αγγελική κρέμεται από κλωνάρι τρυφερό, και δεν γκρεμίζεται, όπως λέει, στην άβυσσο της ακαταληψίας. Ίπταται πάνω από τα ταραγμένα νερά. Μήγαρις...;
 Επόμενη στάση: Αυτή, που όπως είπε κι ο Νίτσε, αν δεν υπήρχε, ακόμα κι ο Θεός (που δεν υπάρχει, και το ξέρει) θα βαριόταν. Η μουσική βεβαίως. Η ταχεία της Πεζής Οχούμενης, προχωρά βαθιά στα σκοτάδια της ρώσικης νύχτας, στην καρδιά του μαύρου δάσους,  πάμφωτη η ίδια, αφήνοντας πίσω της στον παγωμένο αέρα νότες διάφανες, τσιγγάνικα βιολιά, μουσικές του Κάτω Κόσμου, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου.
Τελικός προορισμός: η Συμφιλίωση με τον Έρωτα, με τον Θάνατο, με τη Σιωπή. Με τον εαυτό μας. Τον υπέρβαρο, τον υπέργηρο, τον υπέρμωρο. Τον υπέρμαχο. Με τον χρόνο. Γιατί το ταξίδι της Πεζής Οχούμενης, δεν είναι μόνο ένα ταξίδι στο χώρο. Είναι πρωτίστως ένα ταξίδι στον χρόνο. Προς όλες τις κατευθύνσεις.
Φαντάζομαι την Αγγελική ανάμεσα στους διάφορους σταθμούς να χαζεύει από το τζάμι όσους στέκονται στην παγωμένη αποβάθρα και περιμένουν να επιβιβαστούν. Ή να βλέπει να δέντρα να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα πίσω καθώς διασχίζει νυσταγμένες επαρχιακές ράγες. Χωμένη στη ζέστα του μυαλού της, με τα φλογοβόλα μαλλιά να ανεμίζουν στο ελαφρύ αεράκι που μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο, μέσα σε άριες από όπερες, Leonard Cohen ή την παγωμένη θάλασσα ήχων του Φίλιπ  Γκλας. Πού και πού μία νιφάδα από το πουθενά, τόσο λεπτή σα φτερό στρουθοκαμήλου αιωρείται για λίγο, στροβιλίζεται και κολλάει στο κοκαλωμένο παρμπρίζ κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα.  Είναι η πρώτη αράδα ενός ποιήματος.


A capella

Ούτε με μεθυσμένα μπλουζ
ούτε με άριες του bel canto.
Με πολυφωνικό ηπειρώτικο
a capella
θα σου τραγουδήσει 
ο θάνατος. 


Το βιβλίο της Αγγελικής Πεχλιβάνη Πεζή Οχούμενη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2018.



Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Φίοντορ Ντοστογιέφσκυ, Το ουράνιο χριστουγεννιάτικο δέντρο

Είμαι συγγραφέας και υποθέτω πως αυτή την ιστορία την έχω επινοήσει. Γράφω υποθέτω, μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχω επινοήσει κι όμως θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να έχει συμβεί κάπου, κάποτε ότι πρέπει να έχει συμβεί μία παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια μεγάλη πόλη, μέσα στο κρύο και την παγωνιά. Βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα μικρό αγοράκι, έξι ετών ή και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε εκείνο το πρωί σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο. Φορούσε ένα ρούχο σαν κοντή νυχτικιά και έτρεμε από το κρύο. Η αναπνοή του έβγαινε από το στόμα του σαν σύννεφο άσπρου ατμού, καθισμένο σ’ ένα κασόνι στη γωνιά, περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον αχνό που ανέβαινε προς το ταβάνι και σιγά σιγά διαλυόταν. Όμως πεινούσε φοβερά. Εκείνο το πρωινό έφτασε πολλές φορές προς το σανιδένιο κρεβάτι, όπου κειτόταν η άρρωστη μάνα του πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μάτσο άχυρα για προσκεφάλι. Πως είχε βρεθεί εκεί; Θα πρέπει να ήρθε με το παιδί της από κάποια άλλη πόλη και ξαφνικά αρρώστησε. Πριν από δύο μέρες είχαν οδηγήσει στο τμήμα τη σπιτονοικοκυρά που είχε μοιράσει το υπόγειο στα τέσσερα και νοίκιαζε τις γωνίες. Πλησίαζαν οι γιορτές και οι νοικάρηδες είχαν πάρει τους δρόμους, ο μόνος που είχε ξεμείνει, είχε προλάβει να γίνει σκνίπα, πριν έρθουν τα Χριστούγεννα, ήταν, εδώ και εικοσιτέσσερις ώρες αναίσθητος από το μεθύσι. Σε μίαν άλλη γωνιά, μία άθλια γριά γύρω στα ογδόντα, που κάποτε ήτανε νταντά ενός παιδιού, αλλά τώρα την είχαν παρατήσει να πεθάνει αβοήθητη, αναστέναζε και βογκούσε από τους ρευματισμούς, βρίζοντας και αποπαίρνοντας το παιδί, κάνοντάς το να φοβάται να την πλησιάσει. Το παιδί είχε ανακουφίσει τη δίψα του με λίγο νερό που είχε απομείνει σε μια κανάτα, όμως, όσο και αν έψαξε, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα ξεροκόμματο και πολλές φορές έφτασε ως το κρεβάτι της μητέρας του με σκοπό να την ξυπνήσει. Στο τέλος, άρχισε να φοβάται μέσα στο σκοτάδι, είχε βραδιάσει από ώρα, αλλά ούτε ένα φως δεν είχε ανάψει. Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του και είδε με έκπληξη πως έμεινε εντελώς ακίνητη και πως ήταν παγωμένη σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ» σκέφτηκε. Έμεινε έτσι για λίγο, με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους της νεκρής γυναίκας, μετά χουχούλισε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει, κι ύστερα έψαξε στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι για το κασκέτο του και βγήκε απ’ το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν το μεγάλο σκυλί που ούρλιαζε όλη μέρα έξω απ’ την πόρτα του γείτονα στο ισόγειο. Αλλά το σκυλί δεν ήταν τώρα εκεί και το παιδί βγήκε στο δρόμο. Κύριε ελέησον, τι πόλη! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Στην πόλη απ’ όπου είχε έρθει, το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο τη νύχτα! Υπήρχε μόνο ένα φανάρι για όλο το δρόμο. Στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια τα παραθυρόφυλλα ήταν σφαλιστά, κανένας δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο μόλις σουρούπωνε, όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο τα ουρλιαχτά των σκύλων, εκατοντάδων, χιλιάδων σκύλων, που γάβγιζαν και αλυχτούσαν όλη νύχτα. Αλλά εκεί ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν φαγητό, ενώ εδώ –αχ, μανούλα μου, μονάχα να είχε κάτι να φάει! Και τι φασαρία και οχλοβοή εδώ, τι φώτα και τι κόσμος, άλογα και αμάξια και τι κρύο- Οι παγωμένες ανάσες σχημάτιζαν συννεφάκια πάνω απ’ τ’ άλογα πάνω από τα στόματά τους που άχνιζαν, οι οπλές τους κροτάλιζαν πάνω στο χιονισμένο πλακόστρωτο κι όλα τους τόσο και –αχ, μανούλα μου, πόσο λαχταρούσε μια μπουκιά φαί και πόσο δυστυχισμένος αισθάνθηκε ξαφνικά! Ένας αστυφύλακας πέρασε, στρίβοντας απότομα, για ν’ αποφύγει το παιδί. Να κι ένας άλλος δρόμος –ω, τι φαρδύς που ήταν, εδώ σίγουρα δεν θα τη γλίτωνε, θα το ποδοπατούσαν. Πως φώναζαν όλοι, πως έτρεχαν πάνω-κάτω και το φώς, το φως! Και τι ήταν αυτό; Ένα πελώριο παράθυρο και πίσω από το ταβάνι ήταν ένα έλατο και πάνω του κρέμονταν τόσα φώτα, χρυσόχαρτα και μήλα και μικρές κούκλες και αλογάκια και μέσα στο δωμάτιο παιδιά, καθαρά και ντυμένα με τα καλά τους, έτρεχαν παντού. Και ύστερα ένα μικρό κοριτσάκι άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι, τι όμορφο κοριτσάκι! Και μπορούσε ν’ ακούσει τη μουσική μέσα από το τζάμι. Το παιδί κοίταξε και θαύμασε και γέλασε, μ’ όλο που τα ποδαράκια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και τα δάχτυλά του είχαν μελανιάσει και ξυλιάσει και το πονούσαν, όποτε έκανε να τα κουνήσει. Και ξαφνικά το παιδί θυμήθηκε πόσο το πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του κι άρχισε να κλαίει και να τρέχει και πάλι πίσω από ένα τζάμι είδε ένα άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και σ’ ένα τραπέζι λιχουδιές κάθε λογής –αμυγδαλόψωμα, κόκκινα κουλουράκια και κίτρινα κουλουράκια και τρείς όμορφες νεαρές κυρίες κάθονταν εκεί και έδιναν τα γλυκά σε όποιον ερχόταν κοντά τους και η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο και πλήθος κύριοι και κυρίες έμπαιναν από το δρόμο. Το παιδί τρύπωσε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Α, πως του φώναξαν και το έδιωξαν ανεμίζοντας τα χέρια τους! Μια κυρία όρμησε πάνω του και γλιστρώντας ένα καπίκι στη χούφτα του, άνοιξε την πόρτα και το έβγαλε στο δρόμο. Πόσο φοβήθηκε! Και το καπίκι έπεσε και κατρακύλησε κουδουνίζοντας στα σκαλιά, δεν μπορούσε να λυγίσει τα μελανιασμένα του δάχτυλα, για να το κρατήσει σφιχτά. Το παιδί έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ξέρει που πήγαινε. Ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα, αλλά φοβόταν κι έτρεχε όλο και πιο μακριά, χουχουλίζοντας τα δάχτυλά του. Και ήταν δυστυχισμένο γιατί αισθάνονταν τόσο μόνο κι έρημο και ξαφνικά, κύριε ελέησον –Τι ήταν αυτό πάλι; Πλήθος άνθρωποι στέκονταν ακίνητοι, θαυμάζοντας. Πίσω από μία βιτρίνα ήταν τρείς κουκλίτσες, ντυμένες με κόκκινα και πράσινα φορέματα κι έμοιαζαν τόσο μα τόσο αληθινές! Η μία ήταν ένας μικρός γεράκος, που κάθονταν και έπαιζε ένα μεγάλο βιολί και δύο άλλοι στέκονταν κοντά του και έπαιζαν μικρά βιολιά και κουνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους και κοίταζε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιόνταν, μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν στ’ αλήθεια, μόνο που τα λόγια τους δεν ακούγονταν μέσα από το τζάμι. Και στην αρχή το παιδί νόμισε πως ήταν άνθρωποι ζωντανοί, κι όταν κατάλαβε πως ήταν κούκλες γέλασε. Δεν είχε δει ποτέ του τέτοιες κούκλες και δεν φανταζόταν πως υπήρχαν! Και ήθελε να κλάψει, αλλά χαιρόταν, χαιρόταν με τις κούκλες. Σε μια στιγμή ένιωσε πως κάποιος πίσω του είχε γραπώσει τη μπλούζα του: ένα απαίσιο μεγάλο αγόρι στεκόταν πλάι του και ξαφνικά ον χτύπησε στο κεφάλι, άρπαξε το καπέλο του και τον έριξε κάτω. Το παιδί έπεσε στο χώμα. Ακούστηκε μια φωνή, που έκανε το αίμα του να παγώσει, πήδησε πάνω και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χωρίς να ξέρει που πηγαίνει βρέθηκε στην αυλόπορτα κάποιου σπιτιού και κούρνιασε πίσω από μια στοίβα ξύλα. «Δεν θα με βρουν εδώ, έτσι κι αλλιώς είναι σκοτάδι!» Έμεινε εκεί, κουβαριασμένο και ξέπνοο από τον τρόμο και στη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο ευτυχισμένο: τα χέρια και τα πόδια του δεν πονούσαν πια και είχαν ζεσταθεί τόσο, σαν να ‘χε χωθεί μέσα σε φούρνο. Μετά τον διαπέρασε ένα ρίγος κι άνοιξε τα μάτια του, γιατί πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για λίγο. Τι όμορφα που ήταν να κοιμάσαι εδώ! «Θα καθίσω εδώ λιγάκι και μετά θα πάω πάλι στις κούκλες», είπε το παιδί και χαμογέλασε μόλις τις σκέφτηκε. «Τόσο μα τόσο ζωντανές!…» Και ξαφνικά, άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει. «Μανούλα με πήρε ο ύπνος, τι όμορφα που είναι να κοιμάσαι εδώ!» «Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη μου», του ψιθύρισε μια απαλή φωνή. Νόμισε πως ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν εκείνη. Ποιος τον φώναζε δεν μπορούσε να δει, αλλά κάποιος έσκυψε και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι κι άπλωσε τα χέρια του σ’ αυτόν και ξαφνικά ω, τι λαμπρό φως! Ω τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Κι όμως, δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί δέντρο σαν κι αυτό. Που βρισκόταν τώρα; Όλα έλαμπαν και άστραφταν και παντού γύρω του ήταν κούκλες , ήταν αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο πιο λαμπερά και αστραφτερά από τα κανονικά. Ήρθαν κοντά του πετώντας, κι όλα τον φίλησαν, τον πήραν μαζί τους και πετούσε και ο ίδιος και είδε πως η μητέρα του τον κοίταζε και γελούσε χαρούμενα. «Μανούλα!» Και πάλι φίλησε τα παιδιά και ήθελε να τους πει αμέσως για κείνες τις κούκλες στη βιτρίνα. «Αγόρια πως σας λένε; Πως σας λένε κοριτσάκια;», ρώτησε γελώντας και θαυμάζοντάς τα. «Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους…» Και κατάλαβε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά όπως κι εκείνος, πως άλλα, νεογέννητα ακόμη, είχαν παγώσει μέσα στα καλάθια που είχαν παρατήσει οι γονείς τους έξω από τις πόρτες των πλουσίων της Πετρούπολης, άλλα είχαν σβήσει κρεμασμένα στα στήθη μητέρων που λιμοκτονούσαν (στο λιμό της Σαμάρα), άλλα είχαν πεθάνει από ασφυξία μέσα σε αποπνικτικά βαγόνια της τρίτης θέσης, κι όμως, ήταν όλα εδώ, ήταν σαν άγγελοι γύρω από το Χριστό, κι εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους κι άπλωνε τα χέρια του να τα’ αγγίξει και ευλογούσε –και αυτά και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν σε μιαν άκρη κλαίγοντας, η κάθε μια γνώριζε το δικό της παιδί και τα παιδιά πέταξαν προς το μέρος τους και τις φίλησαν και τους σκούπισαν τα δάκρυα με τα τρυφερά χεράκια τους και τις ικέτεψαν να πάψουν να κλαίνε, γιατί όλα τους ήταν τόσο ευτυχισμένα. Κι όταν ξημέρωσε, ο κηπουρός βρήκε το μικρό νεκρό κορμάκι του παγωμένου παιδιού πάνω στα ξύλα. Έψαξαν για τη μητέρα του… Εκείνη είχε πεθάνει πριν από το παιδί. Και συναντήθηκαν μπροστά στον Κύριο, στους ουρανούς. Γιατί επινόησα μια τέτοια ιστορία, τόσο αλλιώτικη απ’ όσα μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ ένα ημερολόγιο και μάλιστα συγγραφέα; Και σας είχα υποσχεθεί δύο ιστορίες! Αλλά τι να γίνει; Θέλα να πιστεύω ότι όλα αυτά μπορεί να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια –δηλαδή, όσα έγιναν στο υπόγειο και πλάι στα ξύλα. Όσο για τα άλλα, όρκο δεν παίρνω. Φίοντορ Ντοστογιέφσκι Πηγή: www.ithaque.gr


Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Alejandro Zambra, Τεστ Δεξιοτήτων

Ένα απίστευτο "μικρό" μεγάλο βιβλίο. Η αποθέωση της μικρής φόρμας. Άσκηση στην ανάγνωση. Πολλαπλές αναγνώσεις. Άσκηση στην ερμηνεία. Πολλαπλές ερμηνείες. Υπαινικτικό, προβοκατόρικο, κλείνει το μάτι, αφηγείται χωρίς λέξεις, κοροϊδεύει χωρίς γκριμάτσες, σχολιάζει μόνο με ένα ανεπαίσθητο ανασήκωμα του φρυδιού. Καμιά φορά, ούτε με αυτό.  Από τις σπάνιες φορές που οι σιωπές ενός βιβλίου είναι τόσο εύγλωττες.  Ένα βιβλίο που αντλεί την έμπνευσή του από τις ασκήσεις κλειστού τύπου και πολλαπλής επιλογής στο χιλιανό εκπαιδευτικό σύστημα από το 1967 ως το 2002 και ξαναγράφει, σχολιάζει, υπονομεύει όλα τα "κουτάκια" που μας φορτώνουν,  τα κλισέ που μας καταδυναστεύουν ήδη από το σχολείο, την υπερ- απλούστευση των νοημάτων και για αυτό- κατασπάραξη των πολλαπλών ερμηνειών, την τυποποίηση και αποξήρανση όλων των χυμών της αποκλίνουσας προσωπικότητας, αλλά και την politically correct σκέψη με την οποία μας τσιμεντώνουν. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Εξαιρετικός Αχιλλέας Κυριακίδης, στη μετάφραση, ξανά. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; 
Επιλέγω μερικά:

1. Διαγραφή Λέξης

Στις ασκήσεις 1- 24, επίλεξε τη λέξη που η έννοιά της δεν έχει σχέση ούτε με τη δοσμένη ούτε με τις υπόλοιπες λέξεις.

Εκπαιδεύω:

α/διδάσκω
β/ δείχνω
γ/ εκγυμνάζω
δ/ υποτάσσω
ε/ προγραμματίζω

Οικογένεια:

α/ συγγενείς
β/  κληρονόμοι
γ/ διάδοχοι
δ/ τούρτες
ε/ παιδοφιλία



Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Alejandro Zambra, Τρόποι για να γυρίζεις σπίτι, (Αποσπάσματα)


"Χθες το βράδυ, περπάτησα για ώρες. Ήταν σα να ' θελα να χαθώ σ' άγνωστους δρόμους. Να χαθώ ασυλλόγιστα, τελείως. Όμως είναι κάτι στιγμές που δεν μπορούμε, που δεν ξέρουμε να χαθούμε. Κι ας παίρνουμε μονίμως λάθος δρόμους. Κι ας χάνουμε όλα τα σημεία αναφοράς. Κι ας έχει πάει αργά, καθώς προχωράμε, και νιώθουμε το βάρος του ξημερώματος. Είναι φορές που, όσο κι αν το προσπαθήσουμε, συνειδητοποιούμε πως δεν ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να χαθούμε. Κι ίσως νοσταλγούμε την εποχή όπου μπορούσαμε να χαθούμε. Την εποχή όπου όλοι οι δρόμοι ήταν άγνωστοι ". (Μετάφραση, Αχιλλέας Κυριακίδης)





(Για μια γυναίκα που διάβαζε με το βιβλίο να κρύβει το πρόσωπό της)

" Είδα το λευκό της μέτωπο και τα ξανθωπά της μαλλιά, αλλά ποτέ τα μάτια της. Το βιβλίο της ήταν η μεταμφίεσή της, η πολύτιμη μάσκα της. [...]Διάβασμα είναι να καλύπτεις το πρόσωπό σου. Και γράψιμο είναι να το αποκαλύπτει ".

Alejandro Zambra, Τρόποι να γυρίζεις σπίτι, (Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος). 



Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Περί ελληνικότητας...

(Διαλόγου Μπόρχες, Σάμπατο συνέχεια...)


ΜΠΟΡΧΕΣ: Ο Γουάιλντ έλεγε ότι οι Έλληνες ήταν ένα έθνος κριτικών.
ΣΑΜΠΑΤΟ: Ως προς αυτό ήταν πολύ "Αργεντίνοι". Θέλω να πω ότι εδώ πάντα υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να πουν την άποψή τους και να λύσουν οποιοδήποτε πρόβλημα από το τραπέζι ενός καφενείου. Οι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με εμάς. Είναι πασίγνωστο ότι είναι πολυλογάδες. Ο Σωκράτης ήταν ένας φιλόσοφος του καφενείου, του άρεσε να κουβεντιάζει με τους μαθητές του στις γωνιές των δρόμων των Αθηνών. 
ΜΠΟΡΧΕΣ: Ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου μπορεί να μη συναντάται σε  άλλες χώρες. 
ΣΑΜΠΑΤΟ: Δεν αρνούμαι αυτές τις αξίες. Απλώς λέω ότι τα τυπικά ελαττώματα των μεσογειακών λαών τα έχουμε κι εμείς. 
ΜΠΑΡΟΝΕ: Μιλάτε για διανοητικά ελαττώματα; 
ΣΑΜΠΑΤΟ: Ας τα ονομάσουμε καλύτερα διανοητικά γνωρίσματα. 
ΜΠΟΡΧΕΣ: Σε κάθε περίπτωση, έχω την εντύπωση πως η σκέψη ενδιαφέρει τους λαούς αυτούς. Έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα να σκέφτονται και να εκφράζουν τη διαφωνία τους. 
ΣΑΜΠΑΤΟ: Η δυτική σκέψη ξεκινάει από την Ελλάδα. Γα το λόγο αυτό πιστεύω Μπόρχες, ότι οφείλουμε στους Έλληνες πολλές αρετές και άλλα τόσα κουσούρια. Εννοώ την εξύψωση της λογικής , και την απαξίωση των άλογων χαρακτηριστικών του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Σωκράτης, απαξίωσε αυτό το βασικό συστατικό της θρησκείας που είναι η συγκίνηση, το συναίσθημα. 
ΜΠΟΡΧΕΣ: Πιστεύω ωστόσο ότι πρόκειται για ένα γεγονός μη αναστρέψιμο. Είμαστε αναπόφευκτα Έλληνες.



Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Για την ποίηση των απλών πραγμάτων

" Ο Χουάν ντε Μαϊρένα ανέβασε κάποτε τον καλύτερο μαθητή του στον πίνακα και τον έβαλε να γράψει τη φράση: " Τα συνήθη γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στις πολυσύχναστες οδούς". Ύστερα του ζήτησε να προσδώσει ποιητική μορφή στη φράση. Ο μαθητής σκέφτηκε για λίγο, έπειτα έγραψε: "Τα πράγματα που συμβαίνουν στο δρόμο". Ο Μαϊρένα τον συνεχάρη. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς πως μια φράση όπως "τα πράγματα που συμβαίνουν στο δρόμο" δεν είναι ποίηση. Αλλά ούτε η άλλη εκδοχή είναι ποιητική. Είναι απλά φρικτή"

(Από τους Διαλόγους των Μπόρχες και Σάμπατο, εκδόσεις Printa)