Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Σοφίας Νικολαΐδου, Καλά και Σήμερα, Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου το στήθος

Ημερολόγιο βιβλιοβουλιμίας 


Σάββατο, 21/11/2015

Απόγευμα στον Ιανό. Το βιβλίο της Σοφίας φιγουράρει σε στίβες στην είσοδο. Επιτέλους. Το αγοράζω και το χώνω στο σακίδιο. Το βράδυ βγαίνω. Θα το πιάσω, μα όχι ακόμα.'Οχι ακόμα. Έχω κόσμο στο σπίτι.Να τους ξεφορτωθώ όλους και μετά. Μόνη, σαν προσευχή. Οι προσευχές δε θέλουν κοινό.

Κυριακή 22/11/2015 8.00 π.μ

Ξεκινώ το διάβασμα. Μέχρι τις 12 δεν ξέρω καν πώς περνάει η ώρα. Το χρονικό της αρρώστιας της Σοφίας χορεύει μπροστά στα μάτια μου. Για μένα είναι φτερούγισμα στο στομάχι. Για τη Σοφία είναι φωτιά και μπουρλότο, ξεθεμέλιωμα της ύπαρξης, κάθοδος στον Άδη κι επιστροφή με μια χούφτα χώμα στο χέρι, όπως στα παιδικά μακροβούτια του καλοκαιριού. Κοίτα μαμά τι έπιασα. Μόνο που εδώ δεν είναι άμμος. Όχι, η Σοφία έχει δίκιο: όταν μιλάει η ζωή, η λογοτεχνία να σωπαίνει. Αλλά και πάλι δε γίνεται αλλιώς. Και το κορμί το μαύρο από τις λέξεις περνάει. 

Όλα είναι εδώ, λοιπόν. Η διάγνωση: Καρκίνος; κατά πάσα πιθανότητα ναι. Το αρχικό ξεβόλεμα. Ο πανικός και μετά η ανασύνταξη δυνάμεων. Το γιουρούσι στη αρρώστια. Το γάτζωμα με νύχια και με δόντια από την άγια Καθημερινότητα. Η συσπείρωση δικών και φίλων. Τα ξεκαθαρίσματα: ποιος μένει ποιος φεύγει, ποιος μας κάνει καλό, ποιος μας ρουφάει το μεδούλι. Τι θέλω από τη ζωή μου; Τη ζωή μου. Τα απλά πράγματα: λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου. Περπάτημα στην παραλία. Τιραντάκι και ξεμανίκωτη και το παιδί με το ποδήλατο. Παγωτά και ταινίες. Σεξ. Αγκαλιά. Όχι αγκαλιά. Το δικαίωμα στη ύπαρξη με ονοματεπώνυμο: Μου είναι δύσκολο να χαραμίζω δευτερόλεπτα σε πράγματα που δε με ενδιαφέρουν. Δε θέλω να είμαι περιστατικό, έχω όνομα. Η υπακοή στους γιατρούς. Η αναρχία στους γιατρούς: Γιατρέ, έχεις δει το Νονό;  Η αναρχία στην αρρώστια: Να τα ξυρίσω (τα μαλλιά) με τη ψιλή. Δε θα μου πέσουν, εγώ θα τα ξυρίσω. Οι στιγμές όπου το κοντέρ μηδενίζει: Θέλω να επιστρέψω στο σώμα που ήξερα. Γίνεται, γιατρέ; 

Το Καλά και σήμερα είναι το χρονικό του καρκίνου στο δικό της σώμα. Αλλά οι ιστορίες που μπλέκονται μέσα είναι πολλές. Από τη μια, είναι μια ιστορία παλιννόστησης στην παιδική ηλικία. Τότε που τελείως μαγικά ξέραμε τα σημαντικά και πετούσαμε τα άχρηστα από το παράθυρο. Που θέλαμε βόλτες στην παραλία, γέλια κάτω από τον ήλιο, ένα διπλό κρεβάτι με όσους αγαπάμε πάνω και μια ταινία. Περιποίηση από τη μάνα και τα αδέλφια μας. Λούσιμο και δωράκια από τις φίλες μας.  Από την άλλη μεριά, είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Της Σοφίας, του Σάκη, του Γιάννη. Κυρίως του Γιάννη. Που από τις 8.00 το πρωί που ξεκίνησα το διάβασμα, μέχρι τις 19.00 το απόγευμα που έκλεισα το βιβλίο, έχει μεγαλώσει 15 χρόνια και πετάει χαμηλά πάνω στα Νο 41 παπούτσια του. Που παρακολουθεί άγρυπνα τα πάντα μέσα στο σπίτι. Που βεντουζάρει πάνω στη μάνα του και συμπάσχει σωματικά, άλλοτε αληθινά άλλοτε υποσυνείδητα. Που βλέπει τη μαμά με μαγεμένα μάτια. Που πετά τη μια ατάκα πίσω από την άλλη. Αγαπημένη μου για την απλότητα, την αλήθεια και το θάρρος της: Καληνύχτα κούκλα. Κούκλα με λέει από τότε που αρρώστησα.

Κι είναι κι άλλες ιστορίες, όλες στριμωγμένες κάτω από τις σκοτεινές φτερούγες του καρκίνου. Η ιστορία του ξεσκαρταρίσματος. Φίλοι, οικογένεια, περιστάσεις, επαγγελματικά, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Επανεξετάζονται. Η "επταφοβία". Το λαχείο με το νούμερο 7. Η συγγραφή. Η διδασκαλία. Το σχολείο. Το Δημόσιο. Ο Θεός. Ο καμβάς των εθνικών μας διαπραγματεύσεων. Μάχες που χάνονται. Άλλες που κερδίζονται. Κι άλλες που μένει ακόμα να κερδηθούν. Πάνω από όλες τις ιστορίες, η προσωπική μας ροκιά, με σάουντρακ Αγγελάκα. Καλλλά και σήμερα, λοιπόν. 

Η γραφή κοφτή, σπαθάτη, όπως κι η ίδια η Σοφία. Δε μασάει τα λόγια της, μπήγεται στην καρδιά. Ο καρκίνος έχει πια το δικό του άρωμα, το δικό του σάουντρακ αλλά και τη δικιά του φωνή. Τη φωνή που του έδωσε μια σπουδαία συγγραφέας, μια σπουδαία γυναίκα.  


Κυριακή 22/11/2015 8.00 μ.μ.

Σοφία πλησιάζουν Χριστούγενα. Κι αυτά, και τα επόμενα, και όλα τα Χριστούγεννα, θα σκέφτομαι τις σκέψεις σου της Τετάρτης 31ης Δεκεμβρίου 2014: "Φέτος θα κάνω μόνο πράγματα που αγαπώ. Θα βλέπω μόνο τους ανθρώπους που θέλω. Δε θα ξοδευτώ σε ανοησίες, ο χρόνος είναι πολύτιμος. Δε θα ανεχτώ, δε θα καταπιώ, δε θα υποστώ. Δε θέλω βαρίδια στα πόδια μου. Θέλω χαρά. Ακούς, Άγιε Βασίλη; Χαρά σε συσκευασία δώρου. Σε μεγάλο κουτί".


Χαρά και υγεία!


Καληνύχτα κούκλα.



(Πορτραίτο με τίτλο Brave, της Αλεξίας Μαρούλη, για τις μητέρες που νόσησαν)

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Νίκου Χουλιαρά, Τα ποιήματα στο δρόμο



(Του Νίκου Χουλιαρά, που έφυγε για να κατοικήσει μέσα στα ποιήματά του, στις 20 Ιουλίου 2015)

Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που
τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες
στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα
της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των
σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων. Τα σακατεμένα και τα
μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις
σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο. Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο
τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που
χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που
προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί
ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν. Δεν αγαπώ
καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις
λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια:
τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα
τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία. Σιχαίνομαι αυτά που
ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα
ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα
ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως
για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για
το καλό του κόσμου. Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση». Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη. Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω.
Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε
νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα
χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.



Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον

Μου αρέσει ο Αισχύλος. Κατ'αρχάς ήταν ελευσινιώτης. Δυτικών προαστίων δηλαδή. Δεύτερον, παιδί των Μυστηρίων αλλά και της μάχης του Μαραθώνα. Του σαλονιού δηλαδή και του αλωνιού.  Με μια μεγαλόπνοη, επική αντίληψη για τη ζωή και το θάνατο. Με μια υπεροψία για την τέχνη του. Με τεράστια γλώσσα. Και αδελφό εκείνο το εφιαλτικό "κεφάλι του Κυναίγειρου" που τράβηξε έξω το πλοίο των Περσών με τα δόντια, αφότου τα χέρια είχαν ήδη μείνει πάνω του καρφωμένα (και κομμένα).

Και θαυμάζω τον ευσεβή και γενναίο, που ποτέ δε θα είμαι. Γιατί θαυμάζω αυτούς που έχουν απάντηση. Γιατί δεν έχω τίποτα, μόνο ερωτήματα.

Και μου θυμίζει ο Αισχύλος εκείνο το ωραιότατο του Γιώργου Χουλιάρα:



ΠΑΛΑΙΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΟΣ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΟΣ


Είναι μεγαλόσωμος ο ποιητής Αισχύλος
τέρας
φαλακρός, μυταράς, ξεδοντιασμένος
όμως σου γράφει κάτι θεατρικότατα
ποιός είδε το νερό και δεν εδίψασε
ποιός είδε το φορτηγό και δε φοβήθηκε
ερωτώ
ωραία η γλώσσα μας, αδελφοί
κάτι βυζιά και κάτι κώλους να
και κάποιοι τέτοιοι μανιακοί και ξεχαρβαλωμένοι
όπως καληώρα ο κυρ ποιητής Αισχύλος
την εδοξάσανε.



Από το βιβλίο: Γιώργος Χουλιάρας, «Εικονομαχικά», Τράμ. Θεσσαλονίκη 1972, χχ.




Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Γιώργου Χουλιάρα, Ποιήματα

Ι 

Το αρχαιότερο επάγγελμα

Πουτάνα ο θάνατος.
Όλοι χωρούν.



ΙΙ

Κλασικές περιλήψεις

ΙΛΙΑΣ

Έφυγαν.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Γύρισε.


ΙΙΙ

I am working on my greek

Όταν ακούω ελληνικά σκέφτομαι διακοπές
μας έλεγε μία Αμερικανίδα από τον δέκατο όροφο
καθώς κατεβαίναμε μαζί στο ασανσέρ.

Κι εμείς γι'αυτό μάθαμε.


ΙV

Γκιαούρικο

Α, ρε Τουρκιά φαρμακερή
σου τσίμπησα τον κώλο
Να'ρθει να κάτσει ο Βαβαρός
στον ζβέρκο μου απάνω.

V

Συνεντεύξεις συγγραφέων

Γράφω για να μην ξεχνώ.
Δεν γράφω για να ξεχάσω.
Μην ξεχνάτε ότι γράφω.


(Από την επιτομή "Δρόμοι της Μελάνης"Νεφέλη 2005)








Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

κι ένα γνωμικό ένεκα της ημέρας....

Όταν είμαι καλή, είμαι πολύ - πολύ καλή. Όταν είμαι κακή, είμαι καλύτερη.

Μέη Γουέστ, Αμερικανίδα ηθοποιός


Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Τίτος ο ηδύς


Σ' αγαπώ Τίτο για το πορτοκαλί πουκάμισο για το κόκκινο χαμόγελο για τα μαύρα μάτια για το κόκκινο κεφάλι.

Τίτος Πατρίκιος

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα' πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,
αν σ' αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ' αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
θ' αναγνωρίσεις τ' άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες μου πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις.
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ό, τι δεν έχω γίνει ακόμα-
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος/
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.

(Από τη συλλογή Τέλος του καλοκαιριού 1953)


Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ο "ήλιος του απογεύματος"... Κ.Π. Καβάφης γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα!

Ένα από τα πιο αγαπημένα, και γλυκά, και τρυφερά ποιήματα χωρισμού, από τον Κ. Π. Καβάφη, τον τεχνίτη του υπαινιγμού.
Ένα ποίημα που δε λέει τίποτα συγκεκριμένο, μια ματιά που χαϊδεύει τα αντικείμενα ενός δωματίου που δεν υπάρχει πια, μιας αγάπης που δεν υπάρχει πια. Ενός ποιητή που υπάρχει για πάντα.


Ο ήλιος του απογεύματος

Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή 
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.


Ο Κ. Π. Καβάφης γεννήθηκε σα σήμερα. στις 29 Απριλίου 1863 ατην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πέθανε πάλι στις 29 Απριλίου 1933 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.




Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Γιώργου Σαραντάρη, Νὰ κοιμᾶσαι νηστικός


Νὰ κοιμᾶσαι νηστικός

Νὰ κομᾶσαι νηστικός σὲ μία σοφίτα
Νὰ εἶσαι ὁ τεμπέλης τοῦ σπιτιοῦ
Νὰ γίνεσαι σκουπίδι
Ὅταν ἀνοίγεται ἕνα λερωμένο στόμα
Θὰ σηκώσω τὸ γιακὰ
Γιὰ νὰ φύγω σὰν ἕνας λῃστὴς
Ἀπὸ τὸ δικό μου σπίτι
Θὰ κοιμηθῶ στοὺς δρόμους
Γιὰ νὰ νιώσω ὁλάκερη τὴν πολιτεία
Νὰ τουρτουρίζει μαζί μου
Στὸ παλτό μου ἔχω ἕνα λεκὲ
Ἀλλὰ εἶναι καλὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπω
Θὰ τὸ ξαπλώσω χάμω
Καὶ θὰ στρωθῶ πάνω του
Νὰ πιῶ λίγη βραδυὰ
Στὴ γωνιὰ τοῦ ἔρημου κήπου
Θὰ αἰστανθῶ τὴ σελήνη
Ὅπως δὲν αἰστάνθηκα τίποτε
Στὴ ζωή μου
Θὰ τὴν αἰστανθῶ στὰ χείλια μου
Σὰν ἕνα ἀχλάδι
Στὰ μάγουλα
Σὰν ἄλλα μάγουλα.



Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Νίκος Καρούζος, Πάσχα 1987

Πολύ μου άρεσε χθες βράδυ στον ΄Αη Γιώργη της πλατείας Καρύτση. Περνούσαμε όλη τη Σταδίου μες στη μέση δίχως να σκεφτόμαστε αυτοκίνητα, μηχανάκια, τίποτα. Πόσο ωραίο είναι να διαφεντεύεις την πορεία σου, ακόμα κι αν συνοδεύεις, κι αν περπατάς πίσω από το θάνατο. Και όχι μόνο τον περπατάς, αλλά και τον πατάς κάτω. Οι φωνές των τενόρων της Λυρικής Σκηνής που έψελναν, "Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον Χάρο". Και θυμήθηκα εκείνο το άλλο μαγικό Πάσχα, του Καρούζου:

Πάσχα 1987

Λαμπρύνομαι ως άτομο μα όχι στην ολότητα.
Η λάμψη όμως εκπηγάζει από εκείνη των ψυχών
τη σύναξη
που διαφεντεύει γαλαζοπράσινο.
Αποφεύγω τα μηνύματα
κι αποφεύγω τα αυτοκίνητα.
Είμαι διαβάτης-επιβάλλομαι 
στην κίνηση. 


Καλή Ανάσταση σε όλους με τους αγαπημένους σας!

(Πηγή ποιήματος:www.bookpress.gr)


Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Γιώργης Παυλόπουλος Πού είναι τα πουλιά;



Το μοναδικό ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου, ένας ύμνος στην ελληνική φύση, κυρίως όμως ένας ύμνος στην ελληνική γλώσσα και στα σμήνη της των σπάνιων, αποδημητικών  λέξεων, που σιγά σιγά χάνονται, είδη υπό εξαφάνιση.



Πού είναι τα πουλιά;

Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι' ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι
ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;



Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Πιστεύω πως η Κυριακή είναι γερασμένη μέρα (Εντουάρ Λεβέ)


  • το τέλος ενός ταξιδιού μου αφήνει την ίδια πικρή γεύση με το τέλος ενός μυθιστορήματος
  • ξεχνάω ό, τι δε μου αρέσει
  • αργώ να το καταλάβω όταν κάποιος μου συμπεριφέρεται με κακία, τόσο που αιφνιδιάζομαι όταν συμβαίνει αυτό:το Κακό είναι κατά κάποιο τρόπο εξωπραγματικό
  • αρχειοθετώ 
  • ο συναγωνισμός δε με κεντρίζει
  • προτιμώ να πλήττω μόνος μου παρά με συντροφιά
  • τριγυρίζω σε άδειους χώρους και τρώω σε θλιβερά εστιατόρια
  • θεωρώ ότι το καλύτερο μέρος μιας κάλτσας είναι η τρύπα
  • γουστάρω τους παράξενους ανθρώπους. Συμπάσχω με τους δυστυχισμένους
  • αισθάνομαι πιο άνετα με τους γέρους παρά με τους νέους
  • αναρωτιέμαι τι στάση θα κρατούσα αν με βασάνιζαν
  • χαίρομαι όταν είμαι χαρούμενος, λυπάμαι όταν είμαι λυπημένος, αλλά θα μπορούσα να χαίρομαι όταν είμαι λυπημένος και να λυπάμαι όταν είμαι χαρούμενος
  • δεν έχω μετανιώσει ποτέ που ταξίδεψα μόνος, αλλά μου έχει συμβεί να μετανιώσω που ταξίδεψα με παρέα
  • δε βλέπω αυτό που μου λείπει
  • έχω κι άλλο να σκάψω μέσα μου. Βλέπω τέχνη εκεί που οι άλλοι βλέπουν πράγματα
  • δε νοσταλγώ ούτε την παιδική μου ηλικία ούτε την εφηβεία μου ούτε τη συνέχεια
  • η ζωή μου φαίνεται ατέλειωτη
  • δε θέλω να είμαι άρρωστος ούτε μέσα στη φύση
  • δε φλερτάρω ναζιάρες
  • με ελκύουν οι γυναίκες που είναι γενναιόδωρες σε χρόνο, σε χαμόγελα, σε κουβέντες, σε τρυφερότητα και σε σωματικό πόθο
  • βρίσκω τη φύση λιγότερο φιλόξενη από την πόλη
  • ζω μέσα σε ένα αίσθημα αποτυχίας παρ'όλο που συνήθως δεν αποτυγχάνω σε ό, τι αναλαμβάνω
  • η αγάπη με αγνοεί
( κομμάτια κι αποσπάσματα από την Αυτοπροσωπογραφία του Εντουάρ Λεβέ, εκδ. opera)



Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Φλεβάρης μήνας και ... η αγάπη χρόνια δεν κοιτά




" Ο έρωτας μου χαρίζει απέραντη απόλαυση, αλλά και μου τρώει πάρα πολύ χρόνο. Όπως το νυστέρι ενός χειρούργου αποκαλύπτει τα όργανά μου, έτσι και ο έρωτας μου αποκαλύπτει άλλους εαυτούς μου, που η αισχρή καινότητά τους με τρομάζει". (Από το συγκλονιστικό Αυτοπροσωπογραφία του Εντουάρ Λεβέ)