Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Τα παθιασμένα γράμματα αγάπης της 'Εμιλυ Ντίκινσον στη Σούζαν Γκίλμπερ

(Πηγή: www.brainpickings.com, μετάφραση Τίνα Χρηστίδη)

Τέσσερις μήνες προτού κλείσει τα είκοσί της, η Emily Dickinson (10 Δεκεμβρίου 1830 - 15 Μαΐου 1886) συνάντησε το πρόσωπο που έμελλε να γίνει η πρώτη και μεγαλύτερή αγάπη - μια ορφανή σπουδάστρια μαθηματικό με το όνομα Susan Gilbert, μικρότερή της κατά εννέα ημέρες.  Σε όλη τη ζωή της ποιήτριας, η Σούζαν θα ήταν η μούσα της, ο μέντοράς της, η κύρια αναγνώστρια  και επιμελήτριά της, ο πιο δυνατός δεσμός της, η "Μόνη Γυναίκα στον Κόσμο".


Η Susan Gilbert είχε εγκατασταθεί στo Amherst, για να είναι κοντά στην αδελφή της, μετά την αποφοίτησή της από την Utica Female Academy - ένα από τα ελάχιστα ακαδημαϊκά eκπαιδευτικά ιδρύματα που δέχονταν τότε γυναίκες. Μπήκε στη ζωή της Dickinson το καλοκαίρι του 1850, την οποία η ποιήτρια αργότερα θα θυμόταν ως εποχή "όπου πρωτοξεκίνησε η αγάπη, στο σκαλί της μπροστινής πόρτας, εκεί στο Evergreens".

Στητή και σοβαρή στα είκοσί της, ντυμένη στα μαύρα εξαιτίας του θανάτου της αδελφής της κατά τον τοκετό και η οποία της είχε σταθεί σα μάνα από το θάνατο των γονιών τους, η Susan μάγεψε και τα δύο αδέλφια, και την Emily και τον Austin Dickinson. Τα δύο αδέλφια είχαν γοητευτεί από τη λυγερή κορμοστασιά της και την ομορφιά της - τα επίπεδα, γεμάτα χείλη και τα σκοτεινά μάτια της δεν ήταν ακριβώς αντρικά, το λείο και οβάλ της πρόσωπο και το χαμηλό μέτωπο δεν ήταν εντελώς θηλυκά.

"Η καλύτερη μαγεία είναι η γεωμετρία», θα γράψει αργότερα η Emily Dickinson. Τώρα τόσο η ίδια όσο και ο αδελφός της βρέθηκαν υπό την επήρεια μιας παράξενης μαγείας με τη Susan στην κορυφή ενός απρόσμενου τριγώνου. Αλλά για την Emily δεν ήταν μια επιπόλαιη αγάπη. Σχεδόν δύο δεκαετίες αφότου ξετρελάθηκε με τη Σούζαν, θα γράψει με ξεκάθαρη επιθυμία:

"Να κατέχω μια δική μου Susan
Αυτό από μόνο του είναι ευδαιμονία
Ό, τι κι αν χάσει ο Κόσμος, Κύριε,
Άσε με να συνεχίσω με αυτό."

Μια θύελλα οικειότητας ξέσπασε τους δεκαοκτώ μήνες που ακολούθησαν την άφιξη της Σούζαν στις ζωές των Ντίκινσον. Οι δύο νεαρές γυναίκες έκαναν μακρινές βόλτες στο δάσος, αντάλλασσαν βιβλία, διάβασαν ποίηση η μία στην άλλη και άρχισαν μια έντονη, αλληλογραφία, που εξελίχθηκε και μεταμορφώθηκε, αλλά θα διαρκούσε μια ζωή. "Μόνο εμείς είμαστε ποιήτριες",  έλεγε η Emily στη Susan, "όλοι οι άλλοι είναι απλώς πρόζα".

Στις αρχές του 1852, η ποιήτρια είναι απερίγραπτα ξετρελαμένη. Μια Κυριακή εκμυστηρεύεται στη Susan:

"Έλα μαζί μου σήμερα στην εκκλησία της καρδιάς μας, όπου οι καμπάνες θα χτυπάνε αιώνια, και ο ιεροκήρυκας - που τον λένε Αγάπη - θα γίνει ο διαμεσολαβητής μας!"

Όταν η Susan δέχτηκε μία θέση εργασίας δέκα μηνών ως καθηγήτρια μαθηματικών στη Βαλτιμόρη το φθινόπωρο του 1851, η Emily τρελάθηκε από τον πόνο του αποχωρισμού, αλλά προσπάθησε να κάνει κουράγιο. "Σας φαντάζομαι συχνά να καταφτάνετε στην αίθουσα διδασκαλίας με ένα χοντρό βιβλίο μαθηματικών στα χέρια το οποίο θα πρέπει να κομματιάσετε και να διδάξετε σε χοντροκέφαλους μαθητές.", την πειράζει σε μια επιστολή. Η Susan παίρνει τη θέση της επιστήμης, που γράφεται με κεφαλαίο, και θα στοιχειώνει τα ποιήματα της  Dickinson για δεκαετίες όπου θα εμφανίζεται ως "Επιστήμη".

Σε ένα απόσπασμα επιστολής από τις αρχές της άνοιξης του 1852, οκτώ μήνες μετά την απουσία της Susan, η Emily σκάει μια βόμβα όπου αποκαλύπτει την πάλη μέσα της:

"Θα είσαι καλή μαζί μου, Σούζι; Είμαι κακό κορίτσι και μπερδεμένο σήμερα το πρωί, και κανείς δεν με αγαπά εδώ, ούτε καν εσύ δε θα με αγαπούσες αν με έβλεπες να κοπανώ την πόρτα δυνατά και να εξαφανίζομαι.Κι όμως δεν είναι θυμός - όχι δεν είναι, γιατί όταν δε με κοιτά κανείς σκουπίζω μεγάλα δάκρυα με τη γωνία της ποδιάς μου και έπειτα ρίχνομαι και πάλι στη δουλειά - πικρά δάκρυα, Σούζι - τόσο καυτά που μου καίνε τα μάγουλα και σχεδόν τσουρουφλίζουν τα μάτια μου, αλλά έχεις κι εσύ κλάψει πολύ στη ζωή σου, και ξέρεις ότι είναι δεν είναι από θυμό αλλά από βαθιά λύπη.

Και μου αρέσει να τρέχω, να το βάζω στα πόδια - και να κρύβομαι μακριά από όλους. Εδώ στην αγκαλιά της αγαπημένης μου Susie, όπου ξέρω ότι θα βρω αγάπη και γαλήνη, και ποτέ δε θα φύγω από εκεί, εκεί όπου ο απέραντος κόσμος ούτε θα μου φωνάξει ούτε θα με δείρει που δε δούλεψα. Το πολύτιμό σου γράμμα, Susie, είναι εδώ στην καρέκλα και μου χαμογελάει τόσο γλυκά, και μου φέρνει τόσο γλυκιες σκέψεις για τον αγαπημένο πρόσωπο που το έγραψε. Όταν γυρίσεις, αγαπημένη μου, δεν θα έχω τις επιστολές σου, θα τις έχω βέβαια αλλά κυρίως θα έχω εσένα, κι αυτό είναι το σημαντικό. Ό, τι πιο σημαντικό μπορώ να σκεφτώ. Κάθομαι εδώ με το μικρό μου μαστίγιο και μαστιγώνω το χρόνο για να κυλήσει πιο γρήγορα! και να! είσαι εδώ κι η χαρά είναι εδώ- χαρά τώρα και για πάντα!"

[...]
Η ηλεκτρική ενέργεια της αγάπης της Ντίκινσον θα αντέξει, θα διαρκέσει μέσα από την ύπαρξή της για το υπόλοιπο της ζωής της. Πολλά χρόνια αργότερα, θα το διοχέτευε σε αυτό το αθάνατο στίχο:

"Διάλεξα αυτό το μοναδικό αστέρι
Από τους αριθμούς της μεγάλης νύχτας -
Sue - για πάντα!"

Τώρα, όμως, στη φλόγα αυτής της αγάπης που είναι στο ξεκίνημά της, το για πάντα, συγκρούεται με την επιτακτική σφοδρότητα της επιθυμίας. Κάπου στα μισά αυτής της έκρηξης, η Emily απευθύνεται ξαφνικά στη Susan στο τρίτο πρόσωπο, σαν να παρακινεί έναν παντοδύναμο θεατή να ικανοποιήσει  την επιθυμία της στο δράμα της επικείμενης επανένωσης:

"Την χρειάζομαι - πρέπει να την έχω. Ω, δώσε την σε εμένα!"

Την στιγμή που κατονομάζει τη λαχτάρα της, αμβλύνει τη συγκίνηση της με ευδιάκριτο τρόμο που μπορεί όμως να μένει ανομολόγητος:
" Λαχταρώ, είναι όλα ένα μουρμουρητό, ή είμαι λυπημένη και μόνη και απλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.  Καμιά φορά όταν νιώθω έτσι σκέφτομαι ότι ίσως να κάνω και λάθος και ότι ο Θεός θα με τιμωρήσει παίρνοντας σε μακριά, κι ίσως να είναι και πολύ ευγενικός που με αφήνει να σου γράφω ή να παίρνω τα γλυκά σου γράμματα, αλλά η καρδιά μου θέλει περισσότερα."

[...]
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Όρος Holyoke, το «προπύργιο της επιστήμης», όπου έφτιαξε το εκπληκτικό της φυτολόγιο, η Emily είχε αρχίσει να σχηματοποιεί την άμορφη αμφισβήτηση της σχετικά με τους ισχυρισμούς της θρησκείας που την κουβαλούσε από  μικρή.  Αργότερα θα το απαθανατίσει σε στίχους:

"Με προβλημάτισε παιδί καθώς ήμουν κάποτε -
Γιατί κάποτε υπήρξα παιδί -
Καθώς αποφάσισα πώς ένα άτομο - έπεσε -
Και όμως οι ουρανοί - κράτησαν."

Αντιμέτωπη με την επιθυμία της για τη Σούζαν φοβάται βαθιά, όχι την τιμωρία από τον "Θεό", αλλά ότι η πεισματάρα και αλλόκοτη καρδιά της ήταν η δική της ανταπόδοση - καθώς και η δική της ανταμοιβή. Γράφει όλο παράπονο εκείνο το ζεστό καλοκαίρι:

" Έχεις σκεφτεί ποτέ αγαπημένη μου Susie, και είμαι σίγουρη ότι το έχεις κάνει, πόσα πολλά απαιτούν αυτές οι καρδιές; γιατί δεν πιστεύω σε  όλον αυτόν τον τεράστιο κόσμο, είναι τόσοι οι σκληροί παραδόπιστοι πιστωτές - τόσοι αληθινοί μικροί τσιγκούνηδες, που εσύ κι εγώ συναντάμε καθημερινά. Δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι μερικές φορές, όταν ακούω για όσους δεν είναι γενναιόδωροι. Καρδιά, μη σαλεύεις- αλλιώς κάποιος θα σε βρει! . . . Νομίζω ότι είναι υπέροχο, Susie, που δε ραγίζουν οι καρδιές μας καθημερινά. . . αλλά υποθέτω ότι διαθέτω μόνο μια σκληρή καρδιά από πέτρα, γιατί δεν σπάει, και καλή μου Susie, αν η δική μου είναι πέτρινη, η δική σου είναι δυο φορές σκληρή σαν πέτρα,[...].  Θα συνεχίσουμε να γινόμαστε σκληρές σαν απολιθώματα,  Susie - τι λες;"

Υπάρχει φανερή αγωνία στην αμφιταλάντευση της Emily ανάμεσα στην παραίτηση και στην απαίτηση, ανάμεσα στην αγάπη και στη λαχτάρα της να αποκαλυφθεί και στον φόβο μήπως την ανακαλύψουν. Αργότερα εκείνο το μήνα προειδοποιεί τη Σούζαν: «Αγαπημένη εσύ ξέρεις τα πάντα. Ένας υπαινιγμός στα λόγια της Ιουλιέτας στο  Ρωμαίος και Ιουλιέτα: «Ξέρεις ότι η μάσκα της νύχτας είναι στο πρόσωπό μου».

Μέχρι τον Ιούνιο, προσμένοντας την επιστροφή της Σούζαν από τη Βαλτιμόρη σε τρεις εβδομάδες,η Emily εξομολογείται με αχαλίνωτη ειλικρίνεια:

"Όταν κοιτάζω γύρω μου και βρεθώ μόνη, αναστενάζω για σένα πάλι. Και ξανά και ξανά αλλά οι μάταιοι αναστεναγμοί δε θα σε φέρουν πίσω. Σε χρειάζομαι όλο και περισσότερο, και ο μεγάλος κόσμος μεγαλώνει. . . κάθε μέρα που μένεις μακριά - μου λείπει η μεγαλύτερη καρδιά μου, η δική σου. Η δική μου περιπλανιέται και σε φωνάζει: Susie ... Susie, συγχώρεσέ με. Αγαπημένη, για κάθε λέξη που είπα - η καρδιά μου είναι γεμάτη από εσένα. . . αλλά όταν προσπαθώ να σου πω κάτι - όχι για τους άλλους-  οι λέξεις με προδίδουν... Η ανυπομονησία μου θα μεγαλώνει μέχρι να έρθει αυτή η αγαπημένη μέρα, γιατί μέχρι τώρα, μόνο δάκρυα έχω χύσει για σένα. Τώρα αρχίζω όμως να ελπίζω".

Τελειώνει την επιστολή της με την πικρή συνειδητοποίηση της ασυμφωνίας μεταξύ της κρυφής επιθυμίας και των δημόσιων κανόνων της αγάπης:

" Σε αφήνω τώρα, Σούζι. . .Κλείνω  με ένα φιλί, ντροπαλά, μήπως και μας δει κανείς! Μην τους αφήνετε να δουν, εντάξει Susie;

Δύο εβδομάδες αργότερα, με την επιστροφή της Σούζαν σε λίγες μέρες, η πρόωρη λαχτάρα της κορυφώνεται:

"Σούζι, θα έρθεις στα αλήθεια σπίτι το επόμενο Σάββατο και θα είσαι και πάλι δικιά μου και θα με φιλήσεις όπως με φιλούσες παλιά; . . . Λαχταρώ τόσο πολύ να έρθεις κι ανυπομονώ τόσο, δεν μπορώ να περιμένω, κατάλαβε ότι τώρα πρέπει να σε έχω - ότι η προσδοκία για άλλη μια φορά να δω το πρόσωπό σου πάλι με κάνει να καίγομαι και να λιώνω και η καρδιά μου κτυπά τόσο γρήγορα - πάω να κοιμηθώ τη νύχτα και βρίσκομαι εκεί,με τα μάτια ορθάνοιχτα, να σφίγγω τα χέρια μου στη σκέψη του ερχόμενου Σαββάτου ... Γιατί, Susie, μου φαίνεται σαν να γυρνά από τα ξένα ο Εραστής μου που έλειπε. - και η καρδιά μου είναι τόσο απασχολημένη με τις ετοιμασίες".

[...]

Εκείνη την ανυπόφορη άνοιξη, είχε ήδη δηλώσει στη Susan ότι η "καρδιά της θέλει περισσότερα". Είκοσι Αυγούστου μετά τη συνάντησή τους, η Dickinson θα έγραφε:

" Συχνά είναι τόσο μάταιη η γλυκύτητα. Καμιά φορά νομίζω ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μονο στην φαντασία μας"
Αλλά όταν η Σούζαν επέστρεψε από τη Βαλτιμόρη εκείνο το πολυαναμενόμενο Σάββατο, κάτι είχε αλλάξει μεταξύ τους. Ίσως η απουσία δέκα μηνών, γεμάτη όχι με τους συνήθεις περιπάτους στο δάσος, αλλά με γράμματα ολοένα και αυξανόμενης έντασης, είχε αποκαλύψει στη Susan ότι τα συναισθήματα της Emily για αυτήν δεν ήταν απλά διαφορετικής απόχρωσης αλλά τελείως διαφορετικού χρώματος - κάτι το οποίο δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. Ή μήπως η Έμιλυ είχε κακώς αποθεώσει τα αισθήματα της Σούζαν, προσδοκώντας λανθασμένα μια αμοιβαιότητα όχι βασισμένη σε πραγματικά στοιχεία αλλά κυρίως στην τυφλή ελπίδα.

Λίγα πράγματα είναι πιο τραυματικά από την αναπάντεχη στιγμή όπου ανακαλύπτει κανείς ασυμμετρία στα συναισθήματα αγάπης ενώ θεωρούσε ότι υπήρχε αμοιβαιότητα. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πώς η Dickinson έκανε πίσω - ήταν μια γυναίκα που βίωσε τον κόσμο με μια συναισθηματική ευφορία πέρα και πάνω από το μέσο όρο.Φαίνεται όμως ότι φοβόταν όλο αυτό το διάστημα - φοβόταν ότι τα τεράστια συναισθήματά της δεν θα έβρισκαν ποτέ πλήρη ανταπόκριση, όπως συμβαίνει σε αυτούς που αγαπούν άνευ όρων. Πέντε μήνες νωρίτερα, είχε γράψει στη Susan:

"Θα εγκατέλειπα τα πάντα για να ζήσω κοντά στη ζεστή καρδιά σας ... Υπάρχει καθόλου χώρος εκεί για μένα, ή θα περιπλανηθώ μακριά, ολομόναχη και άστεγη;

Υποψιαζόταν επίσης ότι θα μπορούσε να πληγωθεί-  και όχι μόνο η ίδια - από τη σφοδρότητα της αγάπης της:

Ω, Susie, συχνά σκέφτομαι ότι θα προσπαθήσω να σου πω πόσο μου είσαι αγαπητή. . . αλλά οι λέξεις δε βγαίνουν, μόνο δάκρυα, και θα απογοητευτώ ... Στη σκέψη αυτών που αγαπώ, χάνω τα λογικά μου και σκέφτομαι μερικές φορές ότι πρέπει να φτιάξω ένα νοσοκομείο για τους παράφρονες και να μπω κι εγώ εκεί μέσα, αλυσοδεμένη για να μη σε πληγώσω".

[...]
Τώρα πιο ήταν συνειδητοποιημένη - όχι με αγενή τρόπο αλλά αδιαμφισβήτητα και αμετάκλητα. Την εναγώνια κι επίμονη ικεσία της διαδέχεται η οδυνηρή αίσθηση ότι η Σούζαν απομακρύνεται από αυτήν - και την κερδίζει ο  Όστιν, ο οποίος ξεκινά ανοιχτά να την φλερτάρει.

Εκείνο το καλοκαίρι, η Emily Dickinson κόβει κοντά τα καστανά της μαλλιά.

Το επόμενο φθινόπωρο, η Susan Gilbert παντρεύτηκε τον Austin Dickinson, και μετακόμισαν στο Evergreens - το σπίτι που χτίστηκε για τους νεόνυμφους από τον Όστιν και τον πατέρα της Emily, απέναντι από το σπίτι στο Homestead, το σπίτι όπου έζησε η τρελά ερωτευμένη ποιήτρια.

Ένα μονοπάτι γυμνό από γρασίδι σύντομα σχηματίστηκε ανάμεσα στο Homestead και το Evergreens καθώς η Emily και η Susan διέσχιζαν το γρασίδι καθημερινά για να δουν η μία την άλλη ή να χώσουν η μία στο χέρι της άλλης ένα γράμμα που είχε βγεί από το κορσάζ ενός φορέματος Ένα "μικρό μονοπάτι αρκετά μεγάλο για δύο που αγαπιούνται", το αποκαλούσε η Dickinson. Για τα επόμενα 25 χρόνια 276 γνωστά ποιήματα θα ταξίδευαν μεταξύ των σπιτιών τους - μερικά παραδόθηκαν χέρι με χέρι αλλά και πολλά με το ταχυδρομείο. Συχνά αναρωτήθηκα τι έκανε την ποιήτρια να κατευθυνθεί προς το γραμματοκιβώτιο και προς όχι το φράχτη, κλείνοντας τα συναισθήματά της σε ένα φάκελο που προορίζεται για ένα σπίτι σε απόσταση αναπνοής από το δικό της. Και όμως η καρδιά δεν είναι πέτρα - είναι κάτι φτερωτό.

"Αγαπούσε με όλη της τη δύναμη", θυμόταν μία παιδική φίλη της Dickinson  μετά το θάνατό της "και όλοι γνωρίζαμε την αλήθεια της και εμπιστευόμασταν την αγάπη της." Κανείς δεν γνώριζε την αγάπη πιο καλά, ούτε είχε λόγο να την εμπιστευτεί , από τη Σούζαν. Εκεί όπου η αγάπη του Οστιν την έραινε με θόρυβο και επιφανειακά κύματα επιθυμίας, η Έμιλυ την μετέφερε πάνω σε βαθιά ρεύματα αφοσίωσης - μια αγάπη που η Dickinson θα μπορούσε να συγκρίνει με την αγάπη του Δάντη για τη Βεατρίκη και του Σουίφτ για τη Στέλλα. Για τη Susan, η Dickinson θα γράψει τις πιο παθιασμένες επιστολές της και θα της αφιερώσει τα καλύτερα ερωτικά της ποιήματα.Στη Σούζαν θα στηριχτεί, στην ακτή της θα επιστρέψει ξανά και ξανά, γράφοντας στα τελευταία χρόνια της ζωής της:

"Δείξε μου την Αιωνιότητα και θα σου δείξω τη Μνήμη -
Και τις δύο δεμένες μαζί
Και ξανά ανυψωμένες -
Να είσαι η Σού - κι εγώ θα είμαι η Έμιλυ -
Να είστε μετά - αυτό που πάντα υπήρξατε- ;Άπειρο."

Κάτι από το άπειρο θα παραμείνει πάντα μεταξύ τους. Τριάντα χρόνια μαζί, η Σούζαν θα δώσει στην Emily ένα βιβλίο για τα Χριστούγεννα - το μυθιστόρημα του Disraeli Ενδυμίων, που πήρε τον τίτλο του από το διάσημο ποίημα του Keats που αρχίζει με τη φράση "Ένα όμορφο πράγμα είναι μια χαρά για πάντα" - με την αφιέρωση: " στην "Emily, που ακόμα κι αν δεν την βλέπω, πάντα την αγαπώ. "

Ορισμένες αγάπες κατοικοεδρεύουν στην ουσία της ύπαρξης σαν τον υδράργυρο, διεισδύουν σε όλες τις συνάψεις και σε όλα τα νεύρα για να παραμείνουν εκεί, μερικές φορές αδρανείς, μερικές φορές βασανιστικά παρούσες, με μια ζωή μισερή που κρατάει για ολόκληρη τη ζωή.

Η ασυνήθιστη αγάπη, η λαμπρότητα και η θλίψη θα γίνουν ο παλμός της δουλειάς της Dickinson, που υπήρξε ριζοσπαστική για την εποχή της και άλλαξε για πάντα το τοπίο της λογοτεχνίας - μια λαμπρή απόδειξη του γεγονότος ότι η αγάπη και η ανησυχία της ανθρώπινης καρδιάς είναι ο καταλύτης για κάθε δημιουργική επανάσταση.


Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

1.
Υπάρχει μια κούραση της αφηρημένης ευφυίας , και είναι η πιο φρικτή κούραση που υπάρχει. Δε βαραίνει όπως η σωματική κούραση, ούτε ανησυχεί όπως η κούραση της γνώσης που αποκτάται μέσω της συγκίνησης. Είναι το βάρος από τη συνείδηση του κόσμου, σα να μην μπορείς να αναπνέεις με την ψυχή.
2.
Η μοναξιά με απελπίζει. Η συντροφιά των άλλων με καταπιέζει.Η παρουσία του άλλου αποπροσανατολίζει τις σκέψεις μου. Οι συνήθειές μου είναι της μοναξιάς, όχι των ανθρώπων.
3.
Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν θεοί, είμαστε σκλάβοι τους.
4.
Ο μυθιστοριογράφος είμαστε όλοι εμείς, και διηγούμαστε εφόσον βλέπουμε, γιατί βλέπω είναι μια πράξη πολύπλοκη, όπως όλα τα πράγματα.
5.
Αναγνωρίζω με θλίψη ότι η ανθρώπινη καρδιά μου είναι στεγνή, Για μένα έχει μεγαλύτερη αξία ένα επίθετο από έναν αληθινό λυγμό της ψυχής. 
6. 
Η μόνη πραγματικότητα για τον καθένα είναι η ίδια του η ψυχή, και τα υπόλοιπα- ο εξωτερικός κόσμος και οι άλλοι- ένας ακαλαίσθητος εφιάλτης, όπως στα όνειρα, το αποτέλεσμα μιας δυσπεψίας του πνεύματος.
7.
Για να καταλάβω κατέστρεψα τον εαυτό μου. Καταλαβαίνω είναι ξεχνώ να αγαπώ. 
8.
Όλα με κουράζουν, ακόμα κι αυτά που δε με κουράζουν. Η χαρά μου είναι τόσο οδυνηρή όσο και η οδύνη μου. Ανάμεσα σε μένα και τη ζωή υπάρχει ένα λεπτό τζάμι.Παρότι βλέπω και καταλαβαίνω τη ζωή ξεκάθαρα δεν μπορώ να την αγγίξω. 
9.
Η ζωή ζημιώνει την έκφραση της ζωής. Αν ζούσα έναν μεγάλο έρωτα δε θα μπορούσα ποτέ να τον διηγηθώ.
10. 
Όπως κάθε άτομο με μεγάλη πνευματική κινητικότητα, νιώθω έναν οργανικό και μοιραίο έρωτα για την σταθερότητα. Μισώ την καινούρια ζωή και τα άγνωστα μέρη.

«Για τον κοινό άνθρωπο, αισθάνομαι είναι ζω και σκέφτομαι είναι ξέρω να ζω. Για μένα, σκέφτομαι είναι ζω, και αισθάνομαι δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την τροφή της σκέψης.»
«Όσο πιο διαφορετικός είναι ο κάποιος από μένα, τόσο πιο πνευματικός μου φαίνεται, γιατί εξαρτάται λιγότερο από την υποκειμενικότητά μου. Και γι᾽ αυτό ακριβώς η επιμελής και διαρκής μου μελέτη είναι αυτή η κοινή ανθρωπότητα που απεχθάνομαι και από την οποία απέχω. Την αγαπώ γιατί τη μισώ. Μου αρέσει να τη βλέπω γιατί απεχθάνομαι να την αισθάνομαι.
 Το τοπίο, τόσο θαυμάσιο ως πίνακας, είναι εν γένει άβολο ως κλίνη.»
«Όσο περισσότερο βυθίζομαι μέσα μου, όλα τα μονοπάτια του ονείρου με οδηγούν στα ξέφωτα της αγωνίας.»
«Η ζωή μου είναι σαν να με χτυπούσαν με αυτήν….
Εγώ την ημέρα είμαι μηδαμινός, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ.»
«Έχω δημιουργήσει μέσα μου πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες. Αδιάκοπα δημιουργώ προσωπικότητες. Κάθε ένα από τα όνειρα μου, τη στιγμή ακριβώς που ονειρεύομαι έχει ήδη ενσαρκωθεί σε ένα άλλο πρόσωπο που το ονειρεύεται, εκείνο, όχι εγώ.
Για να δημιουργώ καταστρέφομαι. Έχω τόσο πολύ αποκαλύψει το εσωτερικό της ψυχής μου, ώστε μέσα μου δεν υπάρχω παρά μόνο εξωτερικά. Είμαι η ζωντανή σκηνή όπου ανεβαίνουν διάφοροι ηθοποιοί και ζωντανεύουν διαφορετικά έργα.»
«Αλλά η αντίθεση δεν με συνθλίβει – με απελεθερώνει. Η ειρωνεία που υπάρχει σ΄αυτήν είναι αίμα μου. Αυτό που θα έπρεπε να με ταπεινώνει είναι η σημαία που ξεδιπλώνω.
Και το γέλιο με το οποίο θα έπρεπε να γελάω με τον εαυτό μου είναι μια σάλπιγγα με την οποία χαιρετώ και δημιουργώ την αυγή στην οποία μεταλάσσομαι
«Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά
πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει.»


Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και κείμενο