Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Καλά Χριστούγεννα, κύριε Φλωμπέρ!

" Τίποτα από όσα έχουν σχέση με τον Φλωμπέρ δεν κράτησε ποτέ για πολύ. Πέθανε πριν από εκατό χρόνια και δεν άφησε τίποτ' άλλο από χαρτιά. Χαρτιά, ιδέες, φράσεις, μεταφορικές έννοιες, σφιχτή, καλογραμμένη πρόζα που μετατρέπεται σε ήχο. 'Ολα έγιναν όπως εκείνος τα θέλησε, και μόνον η αγάπη των θαυμαστών του πληγώθηκε. Το σπίτι του στην Κρουασέ γκρεμίστηκε αμέσως μετά το θάνατό του κι έγινε εργοστάσιο παραγωγής οινοπνεύματος. Δε θα μου φανεί καθόλου παράξενο αν μια μέρα απαλλαγούν και από το άγαλμά του".

Πόσα και ποια μπορούμε να ξέρουμε για τον Γκυστάβ Φλωμπέρ; Ότι ήταν εθισμένος στον καφέ; ότι είχε πάθει πρόωρο γήρας που είχε μετατρέψει τον όμορφο, ονειροπαρμένο νεαρό σε φαλακρό, πλαδαρό αστό; ότι είχε κολλήσει σύφιλη; ότι είχε χάσει όλα του δόντια, κι εξαιτίας μιας θεραπείας με υδράργυρο, το σάλιο του ήταν συνέχεια μαύρο; Άντε και τα μάθαμε. Ε, και; "Η βιογραφία είναι έτοιμη στο ράφι, χοντρή και αξιοπρεπής σαν καλοθρεμμένος αστός: με ένα σελίνι μαθαίνετε τα γεγονότα μιας ζωής, με δέκα λίρες όλες τις λεπτομέρειες και τις εικασίες" . (Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ,σ. 45). Ξαναρωτώ: ε, και ;



Πιο πολύ με συγκινεί ότι ένιωθε Αρκούδα. Ο Φλωμπέρ ΗΤΑΝ η Αρκούδα. "Είμαι Αρκούδα και θέλω να παραμείνω Αρκούδα, μέσα στη φωλιά μου, μέσα στο άντρο μου, μέσα στο πετσί μου, μέσα στο γέρικο αρκουδοτόμαρό μου. Θέλω να ζήσω ήσυχα μακριά από όλους αυτούς τους αστούς και τις αστές. Για μένα, ο καλλιτέχνης είναι ένα είδος τέρατος - κάτι έξω από τη φύση" . Ζω μόνος σαν αρκούδα" . Ο συγγραφέας στα έσχατα όρια της ύπαρξής του, στην τέλεια απομάκρυνσή του από τους ανθρώπους, σε μια προοδευτική πορεία προς τα έσχατα όρια του αρκουδισμού. 

Αυτή η μοναχική Αρκούδα, αυτό το τέρας που ροκάνισε σιγά σιγά τον ίδιο του τον εαυτό, το ίδιο του το κορμί, τα ίδια του τα δάχτυλα που έγραψαν τη Μαντάμ Μποβαρύ ("Γράφοντας αυτό το βιβλίο, ένιωθα σαν πιανίστας που προσπαθεί να παίξει με μολυβένια βάρη στα δάχτυλα"), αυτός που κουράστηκε να γράφει μέχρι θανάτου, μέχρι που πέθανε φτωχός, μόνος κι εξουθενωμένος, αυτός ο εμβληματικός συγγραφέας σήμερα, μετρ του στυλ και του προσωπικού ύφους, γράφει τις πιο έξοχες φράσεις που έχουν γραφτεί ποτέ από άνθρωπο. Οι μεταφορές του λαμποκοπούν σα πολύτιμα πετράδια κι ανάβουν του μυαλού όλα τα φώτα. Let the show begin!




1842
Τα βιβλία μου κι εγώ μέσα στο ίδιο διαμέρισμα είναι όπως το αγγουράκι με το ξύδι.

1846
Πολύ νέος είχα μπουχτίσει τη ζωή. Ήταν σαν τη μυρωδιά άσχημου φαγητού που έρχεται από το φωταγωγό. Δε χρειάζεται να το φας για να κάνεις εμετό. 

1846
Είμαι σαν το πούρο. Για να ανάψει πρέπει να ρουφήξει κανείς με όλη του τη δύναμη.

1846
Είμαι ένας σκοτεινός και υπομονετικός ψαράς μαργαριταριών που βουτάει στα βαθιά και γυρίζει στην επιφάνεια με άδεια χέρια και μελανιασμένο πρόσωπο. Μια μοιραία έλξη με τραβάει μέσα στην άβυσσο της σκέψης, στα βαθιά, εσωτερικά της βάραθρα που δε στερεύουν ποτέ...

1846
Έκανα μαζί σου ό,τι είχα κάνει άλλοτε με αυτούς που αγαπούσα: τους έδειξα τον πάτο του σάκου και η στυφή σκόνη που έβγαινε από μέσα τους έπιασε στο λαιμό.

1851
Η δική μου η φιλία μοιάζει με γκαμήλα. Έτσι και ξεκινήσει, δεν υπάρχει τρόπος να τη σταματήσεις. 

1852
Αγαπώ τη δουλειά μου με μια παθιασμένη και διεστραμμένη αγάπη, όπως αγαπάει ο ασκητής το τρίχινο ρούχο που του πληγώνει την κοιλιά.

1857
Τα βιβλία δε γίνονται όπως τα παιδιά, αλλά όπως οι πυραμίδες, με ένα ορισμένο σχέδιο και με ογκόλιθους που μπαίνουν ο ένας πάνω στον άλλον απαιτώντας κόπο, μόχθο και ιδρώτα χωρίς να χρησιμεύουν σε τίποτα. Υψώνονται στην έρημο! Κυριαρχούν όμως στο τοπίο μεγαλόπρεπα.

Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ, του Τζούλιαν Μπαρνς (Αθήνα, 1988) από όπου και τα παραπάνω αποσπάσματα, είναι η απόδειξη ότι ένας συνταξιούχος γιατρός, θαυμαστής του Φλωμπέρ μπορεί να γράψει την χειρουργικότερη και πιο ευαίσθητη βιογραφία από οποιονδήποτε επαγγελματία βιογράφο. Αν κατορθώσετε να βρείτε την πριν από μερικά χρόνια εξαντλημένη έκδοση στα ελληνικά, διαβάστε την χωρίς δεύτερη σκέψη.

                                           
                                         Γκυστάβ Φλωμπέρ, σκίτσο του David Levine

ΦΛΩΜΠΕΡ, ΓΚΥΣΤΑΒ

Ο ερημίτης του Κρουασέ. Ο πρώτος μοντέρνος συγγραφέας. Ο πατέρας του ρεαλισμού. Ο φονιάς του ρομαντισμού. Η γέφυρα που ενώνει τον Μπαλζάκ με τον Τζόυς. Ο πρόδρομος του Προυστ. Η αρκούδα στη σπηλιά της. Ο αστός με την αστοφοβία. Στην Αίγυπτο, "ο πατέρας του μύστακα". Ο Άγιος Πολύκαρπος, ο Κρυσάρ, ο Καραφόν, le Vicaire- General, ο Ταγματάρχης, ο γέρο Άρχοντας, ο Ηλίθιος των Σαλονιών. Όλοι αυτοί οι τίτλοι δόθηκαν σε έναν άνθρωπο που περιφρονούσε κάθε τιμητική διάκριση. " Οι τιμές ατιμάζουν, οι τίτλοι υποβιβάζουν, τα καθήκοντα αποβλακώνουν" . 


Κύριε Φλωμπέρ, καληνύχτα σας.



                                     

Όλα τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς, Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ



Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Μένης Κουμανταρέας - Κώστας Ταχτσής: Εκλεκτικές συγγένειες θανάτου


" Το θάνατο ενός γνωστού συγγραφέα διαδέχεται η δημοσιογραφική βουλιμία και η αναγνωστική έξαψη. Πολύ περισσότερο όταν ο θάνατος αυτός δεν ήρθε αβίαστα και η ζωή του δεν υπάκουε στα κοινά μέτρα" . Για το θάνατο του Κώστα Ταχτσή αυτά έγραψε ο Μένης Κουμανταρέας στο αφήγημά του από το ομώνυμο βιβλίο " Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα". Κι άλλα πολλά έγραψε, " σε θυμάμαι" έλεγε, "σε θυμάμαι". Κι είναι να απορείς γιατί θα μπορούσε το "σε" να είναι "με" και να μιλάει για το δικό του άδοξο τέλος. Πως πέθαναν κι οι δυο φριχτά, αφύσικα και τρομαγμένα. Πως τους βρήκαν, κι αυτό από μόνο του είναι λάθος για όλους τους ανθρώπους, πόσο μάλλον για αυτούς. 

Γράφει ο Μένης: " Τελειώνοντας, θα ήθελα να σου πω ότι συχνά σε σκέφτομαι διαβάζοντας το αστυνομική δελτίο. Είναι γεμάτο φόνους σαν τον δικό σου. Κι αν για κάποια από αυτά τα εγκλήματα οι δολοφόνοι πιάστηκαν, όμως δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε και δεν αποδίδεται ποτέ. Όταν κάποτε, λίγο καιρό μετά το θάνατό σου, βρέθηκα στην Ασφάλεια για να καταγγείλω μια ληστεία, δήλωσα αναπόφευκτα την ιδιότητα του συγγραφέα. Τότε ο αξιωματικός στο γραφείο του οποίου βρέθηκα με ρώτησε με νόημα: " Είστε κι εσείς συγγραφέας σαν τον Ταχτσή;" Από την απάντησή μου θα έκρινε ποιος είναι ο πραγματικός φταίχτης. 

Αχ ρε Μένη. Με το υπόγειο χιούμορ του θανάτου.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Charles Warnke, Βγες με ένα κορίτσι που δε διαβάζει



Βγες ραντεβού με ένα κορίτσι που δεν διαβάζει. Ανακάλυψε την στη μελαγχολική ζοφερότητα ενός μπαρ του συρμού,  ή στο καπνισμένο, ιδρωμένο και αλκοολούχο χώρο ενός club.  Όπου και να την βρεις φρόντισε να είναι με το χαμόγελο στα χείλη και σιγουρέψου ότι αυτό γίνεται πλατύτερο όταν η παρέα της στρέφει αλλού την προσοχή της.  Στην πορεία, απασχόλησε την με ελαφριά κουβεντούλα, διάλεξε «πεσιματικές» ατάκες χαμογελώντας αμυδρά και με νόημα.  Και ενώ η νύχτα μπαίνει για τα καλά οδήγησε την στην πόρτα της εξόδου.  Μην δώσεις σημασία στην όποια αβάσταχτη κούραση μπορεί προς στιγμήν να σε λυγίζει. Φίλησε την κάτω από την τρεμάμενη λάμψη της λάμπας του δρόμου ενώ βρέχει, όπως έχεις δει στις ταινίες, υποκρινόμενος ωστόσο ότι η σκηνή δεν έχει και κάποια ιδιαίτερη σημασία. Πήγαινε την στο διαμέρισμα σου και απάλλαξε τον εαυτό σου από τον ψυχαναγκασμό του «κάνω έρωτα». Απλά πήδηξε την.    
Στη πορεία άσε το βιαστικό συμβόλαιο που υπέγραψες –ούτε που κατάλαβες πως-  να εξελιχθεί αργά και βασανιστικά σε σχέση. Βρες κοινά ενδιαφέροντα και θέματα προς συζήτηση όπως το σούσι ή η μουσική. Φρόντισε να κτίσεις γύρω από αυτό ένα πολύ γερό οικοδόμημα, πασπαλισμένο με την αίσθηση της αίγλης του ιερού χώρου στον οποίο καταφεύγεις κάθε φορά  που η ατμόσφαιρα μεταξύ σας γίνεται χλιαρή και τα βράδια ατελείωτα. Μην σκέφτεσαι ιδιαίτερα και άσε απλώς τους μήνες να περνούν. Πρότεινε της να συζήσετε και άφησε στην ίδια την ευθύνη της διακόσμησης. Αναλώσου σε ανούσιους καβγάδες τύπου «κλείνουμε την κωλοκουρτίνα στην ντουσιέρα για να μην πιάσει μάκα» και άσε να περάσει ένας χρόνος χωρίς να το πάρεις χαμπάρι.  Από εδώ και εμπρός ξεκίνα να παίρνεις χαμπάρι.   
Στο μυαλό σου στριφογυρνάει η ιδέα ότι είναι μάλλον καιρός να παντρευτείτε, αλλιώς όλη η ιστορία θα είναι χαμένος χρόνος.  Κάλεσε την λοιπόν για δείπνο σε ένα υπερπολυτελές εστιατόριο με ονειρική θέα πολύ εκτός των οικονομικών σου δυνατοτήτων. Με μακάριο ύφος ζήτησε από το σερβιτόρο να της φέρει ένα ποτήρι σαμπάνια αφού έχει βάλει μέσα ένα αξιοπρεπές δακτυλίδι. Όταν το προσέξει κάνε της πρόταση με όσο ενθουσιασμό και ειλικρίνεια μπορείς να επιστρατεύσεις.  Μην σε νοιάξει ιδιαίτερα αν νοιώσεις την καρδιά σου να χτυπά σαν ταμπούρλο. Το ίδιο ισχύει ακόμα και αν δεν μπορείς να την νοιώσεις καθόλου. Εάν μεσολαβήσει χειροκρότημα κάνε σαν να μην τρέχει τίποτα. Αν κλάψει, χαμογέλασε σαν να είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.  Αν δεν κλάψει κάνε το ίδιο.  
Άσε τα χρόνια να περνούν δίχως να δίνεις ιδιαίτερη σημασία. Ασχολήσου με την καριέρα σου, αγόρασε ένα σπίτι, κάνε δύο εντυπωσιακά παιδιά. Προσπάθησε να τα μεγαλώσεις καλά. Σταδιακά μπορείς να αρχίσεις να νοιώθεις αποτυχημένος. Απώλεσε λοιπόν την ύπαρξη σου μέσα σε μια βαρετή μονοτονία, σε μια μονοδιάστατη θλίψη. Πέρασε την κρίση της μέσης ηλικίας. Γέρασε. Στοχάσου πάνω στην ελλιπή πραγματοποίηση των στόχων σου. Κάποιες φορές νοιώσε ευχαριστημένος αλλά κυρίως νοιώσε κενός και ελαφρύς. Κατά την διάρκεια περιπάτων νοιώσε σαν να μην υπάρχει πια επιστροφή ή σαν να είσαι έτοιμος να σε πάρει ο άνεμος.  Στο τέλος συμβιβάσου με μια θανατηφόρα ασθένεια και αποδήμησε εις Κύριον αλλά…μόνο αφού έχεις συνειδητοποιήσει ότι με το κορίτσι που δεν διάβαζε η καρδιά σου δεν σκίρτησε ποτέ από οποιοδήποτε πάθος, και κανένας δεν θα γράψει την ιστορία της ζωής σας. Κατά τον ίδιο τρόπο, θα πεθάνει και αυτή μόνο με την αμυδρή και μέτριας έντασης θλίψη ότι η ικανότητα της να αγαπάει έπεσε στο κενό.     
Κάνε αυτά τα πράγματα, γαμώτο, γιατί τίποτα δεν είναι χειρότερο από ένα κορίτσι που διαβάζει. Κάνε τα, σου λέω, γιατί μια ζωή στο καθαρτήριο είναι καλύτερη από μια ζωή στην κόλαση. Κάνε τα γιατί το κορίτσι αυτό είναι γνώστρια του λεξιλογίου που μπορεί να περιγράψει αυτή την ακαθόριστη δυσαρέσκεια ως μια ανεκπλήρωτη ζωή.  Ένα λεξιλόγιο που αναλύει την εσωτερική ομορφιά του κόσμου και την κάνει δυνατή αναγκαιότητα αντί για φαντασιακή αναζήτηση. Το κορίτσι που διαβάζει έχει πρόσβαση σε ένα λεξιλόγιο που μπορεί να διακρίνει μεταξύ της απατηλής και απαθούς ρητορικής κάποιου που δεν μπορεί να την αγαπήσει, και της άναρθρης απελπισίας κάποιου που την αγαπάει πολύ. Ένα λεξιλόγιο που, γαμώτο, κάνει την κενού περιεχομένου σοφιστεία μου ένα φτηνό κόλπο.  
Κάνε τα γιατί το κορίτσι που διαβάζει κατανοεί σύνταξη. Η λογοτεχνία την έχει διδάξει ότι οι στιγμές τρυφερότητας έρχονται σε σποραδικά αλλά αναγνωρίσιμα διαλείμματα. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά ότι η ζωή δεν έχει γραμμική πορεία,  και θεωρεί δεδομένο ότι η παρακμή ρέει στην ίδια κατεύθυνση με την απογοήτευση. Ένα κορίτσι που έχει εμβαθύνει στη σύνταξη του λόγου αναγνωρίζει στις ακανόνιστες διστακτικές παύσεις ανάμεσα σε δύο ανάσες τη φύση του ψέματος. Επίσης, αντιλαμβάνεται τη διαφορά της μεμονωμένης στιγμής θυμού από την μόνιμη συνήθεια κάποιου να είναι πικρός και κυνικός ανεξάρτητα λόγου ή αιτίας· αυτή η συνήθεια θα παραμείνει ζωντανή και όταν έχει πακετάρει τα πράγματα της, έχει αποχαιρετήσει απρόθυμα, έχει αποφασίσει ότι πρόκειται για παύση και όχι για τελεία και…προφανώς θα συνεχίζεται εις τον αιώνα τον αιώνων αμήν. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το συντακτικό που ταιριάζει στο ρυθμό και στους κυματισμούς ενός «αγαθού» βίου.  
 Βγες ραντεβού με ένα κορίτσι που δεν διαβάζει γιατί το κορίτσι που διαβάζει γνωρίζει τη σημαντικότητα της πλοκής, μπορεί να εντοπίσει που τελειώνει ο πρόλογος καθώς και τις αιχμηρές εντάσεις της κορύφωσης. Τις νοιώθει στο πετσί της. Το κορίτσι που διαβάζει θα είναι υπομονετική σε μια διακοπή της δράσης, θα επισπεύσει τη λύση. Μα πάνω απ’ όλα γνωρίζει την αναπόφευκτη βαρύτητα του τέλους. Βρίσκεται στο στοιχείο της. Έχει αποχαιρετήσει χιλιάδες ήρωες με ένα σούβλισμα θλίψης όλο κ’ όλο στην καρδιά.  
Μην βγεις ραντεβού με ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί τα κορίτσια αυτά είναι που αφηγούνται τις ιστορίες. Εσύ και ο Τζόυς, εσύ και ο Ναμπόκοφ, εσύ και η Γουλφ. Εσύ στη βιβλιοθήκη, στο διάδρομο αναμονής του μετρό, στη γωνία του καφέ, στο παράθυρο του δωματίου σου. Εσύ που αιωνίως κάνεις την ζωή μου αφόρητη. Το κορίτσι που διαβάζει έχει βγάλει έξω το τεφτέρι της ζωής της και είναι γεμάτο νόημα. Προσέχει οι αφηγήσεις της να είναι πλούσιες, το υποστηρικτικό καστ χρωματιστό και η γραμματοσειρά έντονη. Εσύ, το κορίτσι που διαβάζει, με κάνεις να θέλω να είμαι όλα αυτά που δεν είμαι. Αλλά είμαι αδύναμος και θα σε απογοητεύσω, αφού αυτό που έχεις ονειρευτεί είναι καλύτερο από αυτό που είμαι. Δεν θα δεχόσουν ποτέ τη ζωή για την οποία μιλούσα προηγουμένως. Δεν θα δεχόσουν τίποτα λιγότερο από πάθος, τελειότητα και μια ζωή άξια να αφηγηθεί. Αυτό ήταν. Τελείωσα μαζί σου κορίτσι που διαβάζει. Και μην ξεχάσεις με το επόμενο τραίνο να πάρεις και τον Χεμινγκγουέι μαζί σου. Σε μισώ. Δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ σε μισώ.   

Μετάφραση: Σταυρούλα Χρυσοχόου)





Πηγή: www.lifo.gr

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Οι βέβηλες σκέψεις μιας παλιάς αγάπης

Νικόλας Σεβαστάκης, Βέβηλες σκέψεις

Η χαρά δεν είναι στο ακολούθημα. Η χαρά είναι στο κουτούλημα

Με το Νικόλα Σεβαστάκη γνωριστήκαμε πίσω στη δεκαετία του '90. Εκείνος με κοντά μαλλιά και γλώσσα κοπίδι. Εγώ με χαίτη χίπικη και τρικυμία εν κρανίω. Εκείνος μεταπτυχιακός τότε στο Βέλτσο. Εγώ "με τα κρεμμυδάκια" στο Φιλολογικό Ιωαννίνων. Αργότερα οι δρόμοι μας χωρίσανε αν κι εγώ στα κρυφά, πότε Πολιτεία, πότε σερφάρισμα, τις έριχνα τις ματιές μου στα γραπτά του. Δε θα ακολουθήσω την ακαδημαϊκή, δυσθεώρητη πορεία του. Θα μιλήσω όμως για τη χαρά, όχι να ακολουθείς, αλλά να κουτουλείς. Στο χαμηλοτάβανο νησί, όπου το θέμα της ημέρας είναι αν έδεσε η σκούνα και αν φρεσκάρισε ο καιρός, το να πέφτεις πάνω στις βέβηλες σκέψεις ενός νου που τολμά ακόμα ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ, είναι  κάτι παραπάνω από χαρά. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Νικόλα, γεμίζεις "τις ασπόνδυλες μέρες, σπονδές στον Θεό της ανίας" (βέβηλες σκέψεις, νο 5).

11
Το παρελθόν με καθορίζει γιατί αναγκάζομαι να το επινοώ και όχι απλώς να το υφίσταμαι.

13

Πιάνομαι απ' το παρελθόν μου όπως ο γέρος από το στασίδι της εκκλησίας. Θέλω να προσευχηθώ ή να "πάρω έναν υπνάκο" μέσα στην τόση (ψεύτική) ευσέβεια;

15

[...] Υποτίθεται ότι περιμένω την ευτυχία ενώ τις περισσότερες φορές απεργάζομαι με ζήλο την απώλεια, την απομάκρυνσή της. Ίσως γιατί στην πραγματικότητα υπάρχει κάτι πιο συναρπαστικό από την ευτυχία και το ειρηνικό ιδεώδες της: ένα ανελέητο πεπρωμένο μέσα στο οποίο πιστεύω ότι ζω επιτέλους ένα δράμα, ότι έχω Ιστορία, ότι είμαι υποκείμενο ή αντικείμενο μιας πλοκής[...]Το Ασυνείδητο αγαπά τις πανωλεθρίες.

16

Το ποίημα δεν κάνει Ιστορία. Η γραφή δεν είναι πράξη αλλά πεπρωμένο. Το ποίημα υπόσχεται το εκτός Ιστορίας.

21

Ο Μεσσίας είναι αυτός που φροντίζει πάντα να μην έρχεται. Ο προφήτης είναι εκείνος που φροντίζει πάντα να διαψεύδεται.

27

Η σιωπή δεν διδάσκει. Διογκώνει.

30

Η σκέψη πέφτει σαν το χιόνι. Είναι ο Χειμώνας του σώματος.

52

Η μεγαλούπολη είναι ο παράδεισος της δεισιδαιμονίας. Όλοι οι δαίμονες και οι άγγελοι υπερίπτανται έξω.

89

Αττική ηλιοφάνεια, έρωτας ερωτευμένος με τον εαυτό του, απόλυτη κατάφαση, αόριστο πένθος.

90

Το καλύτερο δεν υπήρξε παρά εκεί που δεν ακολουθήσαμε.

125

Το ρήμα "Είμαι" κλίνεται μέχρι τελικής Πτώσεως.


(Αποσπάσματα από τις βέβηλες σκέψεις του Νικόλα Σεβαστάκη, εκδ. Αλεξάνδρεια)





Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Τι μου έμαθε ο Βαν Γκογκ


Να εύχομαι να μοιάσω σε κάποιον, έστω και στο λίγο του. Συγγραφέα κατά προτίμηση.  Εκλεκτικές συγγένειες, διαβολικές συμπτώσεις ή μετεμψυχωτική παράκρουση οδηγούν στη βάσιμη ελπίδα ότι ναι, υπάρχουν σωσίες σε μιαν άλλη ζωή. Αλλιώς γιατί ο νεαρός και μοναχικός Βαν Γκογκ θυμίζει τον νεαρό Ρεμπό κι αυτός με τη σειρά του το πασίγνωστο σκίτσο του Μικρού Πρίγκιπα;




                                                                 Vincent Van Gogh




                                                                   Arthur Rimbauld


(Ίσως κάπου κάποτε κρύβεται και για μένα η συγκινητική - μέσα κι έξω-  κεφάλα του Σαραμάγκου).



Δεν μας έφερε ο πελαργός. Ό,τι είμαστε κι ό, τι αποτύχαμε να είμαστε, είναι μια πόρτα. Οι γονείς πίσω της βαστούν τις κοιλιές τους από τα γέλια. Ο Βαν Γκογκ στα γράμματά του προς τον αδελφό του Τεό γράφει αγγελικά. Η μητέρα του, υπό το τρομακτικό όνομα Άννα Κορνηλία Καρμπέντους, ήταν πολύ καλή στο γράψιμο των επιστολών. Μάνα σου' ρχομαι.


Άννα Κορνήλια Καρμπέντους


Δεν υπάρχει άλλη λογοτεχνία από την καλή λογοτεχνία. Πώς την καταλαβαίνουμε; Κρύβει πολλούς μικρούς θανάτους. Δίνει παρηγοριά. Μελετήστε τους μεγάλους δασκάλους. Λεηλατείστε τους πάγκους των παλιών βιβλίων. Τινάξτε από πάνω σας τον καταναγκασμό της νέας κυκλοφορίας. Ο Βαν Γκογκ έλεγε: " Η αγάπη για τη λογοτεχνία είναι ιερή ακριβώς όπως κι η αγάπη για την τέχνη". Και δως του και μελετούσε  τη Νυχτερινή Περίπολο του Ρέμπραντ, το φως και τη σκιά της. "Θα πρέπει να πέθανε αρκετές φορές για να καταφέρει να ζωγραφίσει με τέτοιο τρόπο" ( σε επιστολή του για τον Ρέμπραντ στον αδελφό του Τεό).



Ρέμπραντ, Νυχτερινή Περίπολος


Το να είσαι εθελοντής μονομάχος στη θέση άλλου είναι η πρώτη μορφή κριτικής. Ο Ανρί Τουλούζ Λοτρέκ άφησε για λίγο τη ζωγραφική χορευτριών και ζωγράφισε ένα ηλιόλουστο πορτρέτο του Βαν Γκογκ (1887). Παρ' όλο που ήταν τελείως διαφορετικός, τον θαύμαζε απεριόριστα. Τρία χρόνια μετά, προσκάλεσε τον ντε Γκρου σε μονομαχία επειδή αρνήθηκε να εκθέσει τα έργα του δίπλα στην  "αποκρουστική" τέχνη του Βαν Γκογκ.


Ανρί Τουλούζ Λοτρέκ, Προσωπογραφία του Βαν Γκογκ


Με την τέχνη ξηλώνεται το σίγουρο του κόσμου. Πώς αλλιώς, χωρίς το "Καφενείο Terrace  τη νύχτα ", θα είχαμε την τύχη να δούμε τα αστέρια σα λουλούδια του ουρανού; Ή τα κυπαρίσσια σα φλόγες που ανεβαίνουν στον ουρανό στο " Δρόμο με κυπαρίσσι και αστέρι" ;




Βαν Γκογκ, Cafe Terrace at Night



                                                 Λεπτομέρεια: το νου σας στ' αστέρια




Δρόμο με κυπαρίσσι κι αστέρι



Το να χάνεις τους φίλους σου, είναι ακρωτηριασμός. Αυτά για την περίφημη "υπόθεση Γκογκέν". Ο Βαν Γκογκ συγκατοίκησε με το φίλο του και ομότεχνό του Γκογκέν. Οι τσακωμοί τους και οι διαφωνίες τους περί τέχνης οδήγησαν τον δεύτερο να εγκαταλείψει το σπίτι. Την επόμενη μέρα επέστρεψε και βρήκε το σπίτι πολιορκημένο από τα πλήθη και την αστυνομία. Ο Βίνσεντ είχε κόψει ένα κομμάτι από το αυτί του και και το είχε στείλει σε μια πόρνη.



Ο Βαν Γκογκ μπανταρισμένος, μετά το κόψιμο του αυτιού του


Να ζεις με τα μάτια στραμμένα στον καθρέφτη. Μπορεί να κάνεις τα μάτια κάποιου άλλου να δακρύσουν. Οι αυτοπροσωπογραφίες του Βίνσεντ, αυτή η εναγώνια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού από τις στιγμές νηφαλιότητας ως την κατάβαση στα σκοτάδια έχουν ένα δικό τους, εσωτερικό φως. Αν βρεθείτε ποτέ στο μουσείο Ορσέ στο Παρίσι, αναζητείστε τον πίνακα που φιλοτεχνήθηκε όσο ο Βίνσεντ νοσηλευόταν στο ψυχιατρείο του Σαιν Ρεμί. Η ευτυχία φέρνει δάκρυα. Ο πίνακας λάμπει.




                                                          Αυτοπροσωπογραφία.

 Κάντε στον εαυτό σας το δώρο να δείτε από κοντά αυτόν πίνακα, έστω μια φορά στη ζωή σας.




                                                                     Λεπτομέρεια


"Πνίγομαι στη δουλειά γιατί τα δέντρα έχουν ανθίσει". Δεν υπάρχει πιο μεγάλη, πιο συγκινητική κατάφαση στη ζωή από αυτή τη φράση που έγραψε ο Βαν Γκογκ στον αδελφό του το 1888. Σχεδόν του συγχωρούμε ότι δύο χρόνια αργότερα αυτοπυροβολήθηκε.






                         Ανθισμένη ροδακινιά, ένα χαϊκού τρυφερότητας και λεπτότητας



Στα παπούτσια μας κρύβεται η ξεχαρβαλωμένη, παιδική ψυχή μας. Προσέξτε τα κορδόνια. Να' ναι πάντα λυτά. 





                                                                       Παπούτσια


Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Συγγραφείς νιαρ νιαρ




Οι Συγγραφείς και τα γατιά τους

Σκύλοι; πφφφ... στη χώρα των λογοτεχνών οι γάτες αφήνουν τους σκύλους μίλια μακριά. " Φάτε τη σκόνη μας, τη γούνα μας, τα μουστάκια, την ουρά μας". Η γάτα, υπαρκτή αλλά και ανύπαρκτη ταυτόχρονα, διακριτική αλλά και αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη και συντροφική δίνει στον μανιακό - της συχνά εως και 15ωρης συγγραφής- αίσθημα, κουράγιο, λάμψη, χαρακτήρα, στυλ. Πολλοί ύμνησαν τις χάρες της. Πολλές γραφομηχανές έγιναν φωλιά της. Πολλά παράθυρα σκοτείνιασαν από την κουλουριασμένη της φιγούρα. Πολύ μελάνι χύθηκε για τις πατούσες της. Πολύ μελάνι χύθηκε στις πατούσες της. Πρώτα πρώτα ο Ερνέστος...
Έρνεστ Χέμινγουεϊ

 " Η γάτα διαθέτει απόλυτη συναισθηματική εντιμότητα. Οι άνθρωποι, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, μπορεί να κρύβουν τα συναισθήματά τους. Μια γάτα δεν το κάνει ποτέ"  ( Έρνεστ Χέμινγουεϊ).



Τσαρλς Μπουκόφσκυ

" Το ' να χεις καμιά δεκαριά γάτες γύρω σου είναι πολύ καλό. Άμα είσαι χάλια, τους ρίχνεις μια ματιά και νιώθεις καλύτερα, γιατί γνωρίζουν ότι όλα, είναι όπως είναι. Δεν υπάρχει τίποτα που να τις αναστατώνει.  Απλά γνωρίζουν. Μπορούν να σε σώσουν. Όσο πιο πολλές γάτες έχεις, τόσο πιο πολλά χρόνια ζεις. Αν έχεις εκατό γάτες, θα ζήσεις δέκα φορές παραπάνω, από όσο θα ζούσες αν είχες δέκα γάτες. Μια μέρα αυτό θα ανακαλυφθεί και οι άνθρωποι θα έχουν γύρω τους χίλιες γάτες και θα ζουν για πάντα. Είναι στ' αλήθεια γελοίο (Τσαρλς Μπουκόφσκυ).



Νηλ Γκάιμαν


"Όχι, είπε η γάτα. Εσείς οι άνθρωποι έχετε ονόματα. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν ξέρετε ποιοι είστε. Εμείς ξέρουμε ποιοι είμαστε  και για αυτό δεν έχουμε ονόματα" (Νηλ Γκάιμαν). 

Ρέυ  Μπράντμπερυ



" Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της δημιουργικότητας. Μεταχειρίζεσαι τις ιδέες σα γάτες: τις κάνεις να σε ακολουθούν" (Ρέυ Μπράντμπερυ")



Γουίλιαμ Μπάροουζ

" Η γάτα δεν προσφέρει υπηρεσίες. Η γάτα προσφέρει τον εαυτό της" (Γουίλιαμ Μπάροουζ).


Έντγκαρ Άλαν Πόε

Μακάρι να έγραφα με τόσο μυστήριο όσο διαθέτει μια γάτα" (Έντγκαρ Άλαν Πόε).


Χόρχε Λουί Μπόρχες

Ζεις σε αλλιώτικους καιρούς. Εξουσιάζεις έναν κόσμο κατάκλειστο, όπως του ονείρου" (Χόρχε Λουί Μπόρχες)


Ζαν Κοκτώ

"Αγαπώ τις γάτες γιατί λατρεύω το σπίτι μου. Σιγά σιγά γίνονται η ορατή ψυχή του" (Ζαν Κοκτώ).


'Εντουαρντ Γκόρευ

" Βιβλία. Γάτες. Η ζωή είναι ωραία" (Έντουαρντ Γκόρευ_.

Ατέλειωτος ο κατάλογος των γατολατρών. Όμως ο καλύτερος ίσως είναι ο T.S. Elliot με το βιβλίο του " Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο - Πόσουμ". Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μια απογειωτική και μεγαλοφυή μετάφραση της άλλης μεγάλης γατόφιλης, της δικιάς μας Παυλίνας Παμπούδη. 

ΠΏΣ ΑΠΟ-ΚΑΛΟΥΜΕ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ


Αφού διαβάσατε λοιπόν για Γάτων τόσα είδη
Ίδια με μένα άποψη θα σχηματίσατε ήδη:
Δεν ωφελεί, δεν γίνεται κανείς να προσπαθήσει
Τη φύση αυτού του πλάσματος να την κατανοήσει.
Ξέρετε τώρα αρκετά, να το παραδεχτείτε
Και πόσο μοιάζουνε με μας μπορείτε να το δείτε
Με σας, με μένα και μ'  αυτούς που δίπλα μας περνάνε
Που είναι όλοι αλλιώτικοι κι άλλα μυαλά φοράνε:
Υπάρχουν γάτοι γνωστικοί, υπάρχουν και τρελάρες
Γάτοι αξιοσέβαστοι και γάτοι σαχλαμάρες
Άλλοι καλοί, άλλοι κακοί - μα όλοι με αξία
Και όλοι επιδέχονται ομοιοκαταληξία.
Κι αν τώρα μάθατε πολλά, ονόματα, συνήθειες,
Πώς παίζουν, πώς εργάζονται, κι άλλες μικρές αλήθειες,
Έχουμε κάτι βασικό ακόμα να σκεφτούμε:
      Πώς είναι πρέπον τα Γατιά να τα απο-καλούμε;

Εγώ σας λέω κατ'  αρχήν - και σας μιλώ σαν φίλος -
Ποτέ μην το ξεχάσετε: ΔΕΝ ΕΙΝ' Η ΓΑΤΑ ΣΚΥΛΟΣ!

Οι σκύλοι υποκρίνονται συχνά πως ξεσαλώνουν
Μα μοναχά γαβγίζουνε και σπάνια δαγκώνουν
Και γενικώς μπορεί κανείς εύκολα να τους κρίνει:
Είναι ψυχή απλοϊκή ο Σκύλος - τι να γίνει;
(Τέτοιο κανόνα βέβαια οι Πικς*  δεν τον φοβούνται
Τ'  απίθανα Σκυλοφρικιά μπορούν να εξαιρούνται)
Ο Σκύλος πάντως ο κοινός, ο τρέχων, ο συνήθης,
Είναι χαζοχαρούμενος και ελαφρώς ευήθης.
Τον κάνεις από ηδονή κι από χαρά να λιώνει
Αν τον χαϊδέψεις μοναχά κάτω απ'  το σαγόνι.
Κι αν τον χτυπήσεις φιλικά στην πλάτη θα τον ρίξεις
Το ίδιο και την μπροστινή πατούσα αν του σφίξεις
Θα κυλιστεί στα πόδια σου, χαλί να τον πατήσεις
Α, είν'  ο σκύλος αφελής, κάνει ό,τι θελήσεις.

Σας το θυμίζω πάλι εδώ και σας το λέω σταράτα:
Ναι, το Σκυλί είναι Σκυλί - ΚΙ Η ΓΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΓΑΤΑ

Στις γάτες ένα τυπικό πρέπει ν'  ακολουθούμε:
Εάν δεν μας μιλήσουνε να μην τις ενοχλούμε.
Σαφώς, όχι υπερβολές, γιατί ό,τι κι να πείτε,
Κάποια μικρή προσφώνηση πάντοτε απαιτείται.
Μα η Γάτα οικειότητες πολλές δεν αγαπάει
Κι αυτό δεν επιτρέπεται κανείς να το ξεχνάει.
Εγώ, π.χ., αν Γάτα δω, ευθύς -θέλω δε θέλω-
Ευγενικά θα υποκλιθώ βγάζοντας το καπέλο.
Θα την αποκαλέσω δε, κομψά και κυριλάτα
Προσεχτικά, λακωνικά - πολύ απλά, "Ω ΓΑΤΑ!"
Αν τύχει όμως κι ειν'  καμιά Γάτα γειτόνισσά μου
Που συναντιόμαστε συχνά μπρος στο διαμέρισμά μου,
θάρρος θα έχω σχετικό και ίσως να τολμήσω
"ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΓΑΤΑ" να της πω και να την προσφωνήσω.
Βέβαια έχω ακουστά ότι τη λεν Εσπρέσσο
Μα ειν'  νωρίς με τ'  όνομα να την απο-καλέσω.
Μια Γάτα πριν καταδεχτεί φίλους της να σας κάνει
Θέλει ένα δείγμα ιπποτισμού, κάτι να τη γλυκάνει:
Μια προσφορά εκτίμησης, όπως λίγη κρεμούλα
Πίτα Στρασβούργου εκλεκτή, ψητό ή Γαλοπούλα.
Κάτι του γούστου της κανείς πρέπει να την τρατάρει,
Λίγο πατέ ή σολομό, ή μια μπουκιά χαβιάρι.
(Γνωρίζω κάποια Γάτα εγώ που άλλο μεζέ δε θέλει
Και τίποτα δε δέχεται εκτός από κουνέλι.
Δωσ' της κουνέλι και θα δεις, θα γλείφει τα μουστάκια
Κι όλη τη σάλτσα θα τη φάει κι όλα τα κρεμμυδάκια)
Λοιπόν όταν σ'  απόσταση μια Γάτα σας κρατάει
Τον εαυτό της σέβεται και σέβας σας ζητάει.
Κι αν έμπρακτα το δείξετε πάτε με τα νερά της,
Θα την απο-καλέσετε τέλος με τ'  όνομά της!

Έτσι είναι τα πράγματα, να το παραδεχτείτε
Τις Γάτες με ευπρέπεια πρέπει ν' απο-καλείτε.

*Πικς: σκυλοπαρέα, που ο Έλιοτ της αφιερώνει ένα ποίημα στην ίδια συλλογή με τίτλο: "Από την τρομερή μάχη των Πικς και των Πόλικς"


Απόδοση: Παυλίνα Παμπούδη, Γιάννης Ζέρβας
Εκδόσεις ΆΓΡΑ






Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Για τους φίλους που μεγαλώνουν μαζί για τους φίλους που δε γερνάνε μαζί

Πίσω σε μια ασπρόμαυρη εποχή, οι Peter Paul and Mary ήταν οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Δε χρειάζονταν στούντιο, ντραμς, πολύπλοκες ενορχηστρώσεις, σπόνσορες και μανατζαραίους. Δυο κιθάρες και μια βελούδινη τριφωνία, μεγάλο δέσιμο και πλάκες στη σκηνή έφτιαχναν μια μολότοφ σοβαρότητας ανακατεμένης με γέλιο, απλότητα και ευφυία. Τους Peter Paul and Mary προσπαθούσαμε να μιμηθούμε με το φίλο μου το Δημήτρη. Το ντουέτο μας, το Ξύλο και το Μέταλλο, ήταν ανάρπαστο σε πάρτι και σχολικές γιορτές, αντί για κάλαντα ελληνικά παίρναμε σβάρνα τις πόρτες φίλων άγρια χαράματα και τους ξυπνάγαμε ωρυόμενοι με το a soaling (κάλαντα λίγο παλιά, πολύ αμερικάνικα). Στο "παίξτε μας κάτι" βουτάγαμε την κιθάρα και παίζαμε το μεγάλο μας σουξέ lemon tree ενώ σε κανένα κασετόφωνο δεν είχε μείνει πορτάκι από τα μπρος πίσω της κασέτας για να " βγουν" τα ματζόρε και οι εβδόμες που εγώ δεν τα' πιανα πολύ αλλά ο Δημήτρης τα ' χε αμέσως. Κι έκανε κι εκείνο το σπάσιμο στο μικρό δαχτυλάκι για να πιάσε το μπαρέ, ενώ εγώ πιο πολύ εστίαζα στο να βγάλω τα κοκοράκια της Mary Travers  (γιατί ήμουνα και λίγο Joan Baez, ή νόμιζα ότι ήμουν). 
Οι Peter Paul and Mary δεν υπάρχουν πια αλλά πρόλαβαν και γέρασαν μαζί. Το Ξύλο και το Μέταλο υπάρχουν. Δε θα γεράσουν όμως μαζί. 

ίσως για αυτό γίνονται όσα δε θα έπρεπε να γίνουν
δε γερνάει ποτέ αυτό που δεν έχουμε
τα ακατανόητα μπαίνουν σε μια θέση
το φως ανάβει
το φως δε γερνάει ποτέ 





Πού έχουν πάει όλα τα λουλούδια, Δημήτρη; 



Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Ίταλο Καλβίνο, Η απόσταση της σελήνης (από τα Κοσμοκωμικά, 1965)



Μη με διαβάζετε...
όταν υπάρχει τέτοια οπτικοακουστική μαγεία...

Ο Ίταλο Καλβίνο, αυτή η κουβανο- ιταλίδα πανούργα γρια αλεπού,  αυτός ο τρομακτικός εγκέφαλος, αυτή  η πανμισητή από εμένα ιδιοφυΐα,  με τα ακροβατικά πετάγματα και τις πιρουέτες του, με τα κόλπα και τις τσιριμόνιες του, αυτό το τέρας μόρφωσης, έμπνευσης και δημιουργικότητας... 
αυτός, αυτός, ο άνθρωπος αυτός....
παντρεύεται σε αυτό το βίντεο την ισραηλινής καταγωγής συγγραφέα παιδικών βιβλίων και εικονογράφο Shulamit Serafy. Το μυστήριο τελείται σε στοιχειωτικά εβραϊκά. Ψάλτης, ο Eric Satie και το υπνωτικό Gnossienne. 

Αποτέλεσμα: ποίηση.


Μια ιστορία βασισμένη σε ένα κείμενο του Italo Calvino, από τη συλλογή  Τα κοσμοκωμικά, εκδόσεις Αστάρτη. 



Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Η πουτίνγκα της Χαρίκλειας

"Λάχανα τουρσί και γλώσσα βοδινή
Κρούστα μισή οκά και τηγανιά μιαλά
Και δια το βραδυνό  ντεσσέρτ, μια μουσταλευριά". 


Όχι δεν είναι παιδικό τραγουδάκι ούτε Μαμαλάκειον άσμα τραγουδισμένο πάνω από αχνιστές κατσαρόλες. Πίσω από έναν μεγάλο άντρα κρύβεται μια μητέρα; Αν ναι, τότε ίσως πίσω από ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο κρύβεται ένα μπισκότο. Δεν αναφέρομαι στις περίφημες madeleines του Μαρσέλ Προυστ. Αναφέρομαι στον Κ. Π. Καβάφη, στη μητέρα του Χαρίκλεια και στο τετράδιο συνταγών της το οποίο εκδίδουν το 2003 οι εκδόσεις Ερμής κάνοντας την έκπληξη, με εισαγωγή του Μανόλη Σαββίδη, τυπογραφική επιμέλεια του Σαββίδη και της Χριστίνας Κορίζη και μεταγραφή των συνταγών «με την δέουσα ακρίβεια» από την Κατερίνα Γκίκα. Το χυμώδες χειρόγραφο τετράδιο σώζεται στο Αρχείο Καβάφη, μαζί με φωτογραφίες, επισκεπτήρια και επιστολές της Χαρίκλειας, καθώς και άλλα χειρόγραφά της πρακτικού χαρακτήρα, όπως μας πληροφορεί ο Μανόλης Σαββίδης στην εισαγωγή του.
     


Το τετράδιο των συνταγών της Χαρίκλειας Καβάφη είναι το τετράδιο που κάθε νοικοκυρά και μανούλα φυλά στο συρτάρι, λεκιασμένο από λάδια, βούτυρα ή σάλτσα, στριμωγμένο κάπου ανάμεσα σε ποδιές, πετσέτες και σκεύη μαγειρέματος, παραφουσκωμένο από ένθετα  με άλλες συνταγές, ίσως δανεικές, ίσως γραμμένες από άλλο χέρι. Είναι ωραίο να σκεφτόμαστε ότι ίσως η «τούρτα της Ευβουλίας» είναι η συνταγή της Ευβουλίας που άρεσε στη Χαρίκλεια, οι «χουρμάδες γλυκό» ή οι «ωραίαι πατισαρίαι» μπορεί να έχουν κάποια γευστική σχέση με την ποιητική μνήμη του Αλεξανδρινού.
         
Σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία του ποιητή, η Χαρίκλεια παντρεύτηκε τον Πέτρο-Ιωάννη Καβάφη στην Κωνσταντινούπολη το 1849. 14 ετών αυτή και εκείνος 36. Τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου τους τα πέρασαν στην Πόλη, στο σπίτι της πεθεράς της. Το 1852 έφυγαν για την Αγγλία, με μια μεγάλη στάση στο Παρίσι όπου ο Καβάφης μεταμόρφωσε την ανατολίτισσα κοπέλα σε γυναίκα του κόσμου, με αγγλικά, γαλλικά και ζωγραφική. Το 1854 ή το 1855 η οικογένεια (που στο μεταξύ είχε αποκτήσει τρία παιδιά, τον Γεώργιο - 1850 -, τον Πέτρο-Ιωάννη - 1851 - και τον Αριστείδη - 1853) εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. «Η Αλεξάνδρεια βρισκόταν τότε στο ξεκίνημά της. (...) Την επομένη της αφίξεώς της, η Χαρίκλεια Καβάφη έκανε την εμφάνισή της σε έναν μεγαλοπρεπή χορό, στου κυρίου Pastres. Η αλεξανδρινή κοινωνία δεν άργησε να αναγνωρίσει την Χαρίκλεια Καβάφη ως την ωραιοτέρα γυναίκα της Αλεξανδρείας. Ορισμένες φωτογραφίες της από την εποχή εκείνη, παρά την ατελή φωτογραφική μέθοδο των δεκαετιών '50 και '60, δείχνουν πως υπήρξε πράγματι ωραιοτάτη», όπως έγραφε ο Κωνσταντίνος Καβάφης για τη μητέρα του.

Μερικές συνταγές



Το ωραίο τετράδιο Συνταγών, με το βαρύ, καλό, λαδοπράσινο χαρτί , που απέκτησε 120 χρόνια μετά το θάνατό της η Χαρίκλεια Καβάφη, χάρη στη φροντίδα των εκδόσεων «Ερμής», το χρωστάει φυσικά στο «χρυσό της αγοράκι», τον «γλυκούτζικο μικρό της» που εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη γέννησή του και εβδομήντα από το θάνατό του, (29 Απριλίου, 1863-1933), θεωρείται αδιαφιλονίκητα ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα. Το χειρόγραφο τετράδιο συνταγών της, διαστάσεων 16,3 Χ 24,8 εκατοστών, που βρέθηκε στο Αρχείο Καβάφη, όπως μας πληροφορεί στην εισαγωγή του ο Μανόλης Σαββίδης, είναι δεμένο με σκληρό κάλυμμα, χρώματος καφέ σκούρου, όπως ακριβώς και η παρούσα έκδοσή του. Κατά τ' άλλα είναι ένα κοινό λογιστικό τετράδιο με κόκκινες γραμμούλες στις άκρες, ένα από τα ευρισκόμενα πιθανώς του παλιού και έως το 1876 ανθηρού εμπορικού οίκου των Καβάφηδων..



Γευτείτε λίγο και τη γλώσσα: 



  1. ž Βάζουν φωτιαίς επί του καπακιού
  2. ž Κενόνουν εις την πιάτη ταις μελιτζάναις
  3.  žΝερόν και ριγάνι
  4.  žΣολικάνη (τον κόκκαλον από το κρέας)
  5.  žΤζακίζουν το μέρος της ουράς
  6.  žΠαστρεύουν τα κυδώνια
  7.  žο τέντζερες παστρικός
  8.  žτο σιμιγδάλι τζιρτζιρίζει
  9.  žΕις το όπισθεν(!) της χουλιάρας
  10.  žΤο μισό βίσινο παστρεμένο από τα κουκούτζια του, το άλλο μισό ζουλικτόž
  11.   Ενός γροσσιού φουντούκια
  12.  žΓυρίζουν και την serviroun
  13.  žΚάμνεις λουρίδες το ζυμάρι και το σεντρατζώνεις…βάζεις garni.
  14.  žΞαπλώνεις το παντεσπάνι και το φουρνίζεις, το τυλίγεις roulo και το κόπτεις.
  15. ž Την mayonaise την περιχούν επί του ψαριού και την γκαρνίρουν με τουρσιά ποικίλα, δηλ. mixed.
  16. ž Σαν βγάζεις το ψάρι από το τηγάνι, να έχεις στημπόχαρτιν […]δια να πιη την λίγδα.

 
Οι Συνταγές δεν είναι απλώς το μαγειρικό τετράδιο μιας κοσμοπολίτισσας Ελληνίδας της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας και του Λίβερπουλ. Είναι πριν απ' όλα ο καθρέφτης αυτού του κοσμοπολιτισμού, όπου καθρεφτίζεται από μιαν άλλη οπτική γωνία ο κόσμος του Κ. Π. Καβάφη.  Ανατολίτικες και βορειοαφρικάνικες συνταγές εναλλάσσονται με συνταγές της γαλλικής, κυρίως, της αγγλικής αλλά και της ιταλικής κουζίνας, εξωτικά υλικά συνταιριάζονται με δυτικούς τρόπους, και ο πατζάς με τη charlotte russe, το τας κεμπάπι με το μουχαλεμπί , το ταβουκιοξού με το χοσάφι, η mayonnaise  με τα πανκέκια , τα μιαλά με την ταπιόκα ή saigo pudding. Εκτός όμως από τις μυρωδιές της κουζίνας φέρνουν έναν γλωσσικό πλούτο, μια γλώσσα ανεπιτήδευτη, χωρίς φόβους για τις προσμείξεις και τις επιρροές. Τι να θυμηθούμε; Το σιγανοψήνεται; Το σολικάνει (το κόκαλο από το κρέας); Τον παστρικό (πάτο του τέντζερη); Το πικταίνει; Το κενόνεις; Τα λεμονότζεφλα; Το βρέχοντας τα χέρια ακατάπαυστα με γάλα; Την χουλιάραν; Το χύνουν χουλιαριά, χουλιαριά το κουρκούτι; Τις όρνιθαις; Τις ξεκουκουτζομέναις ελλιαίς; Την λίγδα; 




Φανταστείτε τη Χαρίκλεια Καβάφη στην κουζίνα του σπιτιού της στην οδό Σερίφ της Αλεξάνδρειας, στα καλά χρόνια της οικογένειας. Τότε που ζούσε ο αρχηγός της, ο Πέτρος-Ιωάννης Καβάφης, τότε που «εκέρδιζε πολλά και τα εξόδευεν αφθόνως βαστώντας στην κοινωνία υψηλό βαθμό μεγαλεμπόρου», όπως έγραψε αργότερα ο γιος τους, ο βενιαμίν τους, Κωνσταντίνος. Φανταστείτε την κίνηση στο σπίτι και τα ατελείωτα σούρτα φέρτα του γάλλου παιδαγωγού, της αγγλίδας νταντάς, των τεσσάρων -πέντε ελλήνων υπηρετών (γραικών), του ιταλού αμαξά και του αιγύπτιου σεΐση. Φανταστείτε την βαριά, αργοκίνητη μετά από τις 9 γέννες, να γράφει τις συνταγές στο τετράδιό της, δεμένο με σκληρό κάλυμμα, χρώματος καφέ σκούρου, χρησιμοποιώντας πότε μελάνι μοβ, πότε μολύβι μαύρο και πότε μολύβι μαβί. Ενα τετράδιο λογιστικής, προφανώς του ανδρός της, ήταν το τετράδιο της Χαρίκλειας που με τη χαβιαροσαλάτα της, τα τασκεμπάπ και την ταπιόκα μετατράπηκε σε πολύτιμη πηγή της καθημερινότητας σε ένα ευκατάστατο σπίτι της Αλεξάνδρειας, τεκμήριο συμπεριφορών και νοοτροπιών μιας εμπορικής οικογένειας που έδωσε στον κόσμο έναν ποιητή.

Μπορεί η ξεκάρφωτη, όπως σχολιάζει ο R. Liddell, σημείωση :«Το κοτόπουλο που ο Αχμέτ ξέχασε να βάλει στο φούρνο και την τελευταία στιγμή το τηγάνισε», να μην έχει καμία απολύτως σχέση με τη madeleine, μπορεί ακόμα τα δύο μπισκότα με τη μαρμελάδα ανάμεσα, που συχνά-πυκνά καταβρόχθιζε η παθιασμένη γλυκατζού Χαρίκλεια, επίσης να μην έχουν καμία σχέση, όμως ο Καβάφης αναφέρεται πολύ συχνά στη Γενεαλογία και σε σκόρπιες σημειώσεις του σε μενού, εδέσματα και θέματα τραπεζιού: «Εφαγα κουλουράκια και φρούι γκλασέ. Ηπια πολύ κονιάκ..»

Στις 4 Φεβρουαρίου του 1899 η «Χοντρή» του πέθανε. «Ηταν ιδιαιτέρως ωραία», μας λέει ο ποιητής, και εμείς δυσκολευόμαστε να το δούμε. «Ολως αξιέπαινος ήταν ο χαρακτήρας της. Η ζωή της δεν υπήρξε ευτυχής: ήταν όμως πάντοτε γενναία στις αντιξοότητες, πάντοτε αξιοπρεπής και τιμία». Και μανούλα τρυφερή και χαδιάρα, προσπαθώντας να κρατήσει το σπίτι της, με αξιοπρέπεια, τη σειρά της, τη γνώση, την αίσθηση και τον τρόπο των παλιών μεγαλείων. Και δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι αυτές οι συνταγές πουέθρεψαν την πείνα του Κωνσταντίνου της,  που τον γλύκαναν,  που θυμιάτισαν την όσφρησή του, είναι οι ίδιες συνταγές που ίσως εκεί, στα βάθη του ασυνειδήτου, στο ανεξιχνίαστο φωτοβολταϊκο της ποιητικής του έμπνευσης, ευθύνονται για έναν από τους κατά την προσωπική μου άποψη, τελειότερους, ακριβότερους καβαφικούς στίχους : « κατά τες συνταγές αρχαίων ελληνοσύρων μάγων». 

«Να τρώτε καλά, και προπαντός beef, και να παχαίνετε, πολυαγαπημένα μου παιδάκια».
Στα «φίλτατα και χρυσά, χρυσά παιδάκια» της, στον Τζων και τον Κωνσταντίνο συγκεκριμένα, απευθύνει η Χαρίκλεια Καβάφη την τρυφερή και συγκινητικά «μαμαδίστικη» αυτή παραίνεση, την εποχή που τα δύο αδέλφια ταξίδευαν σε Γαλλία και Αγγλία το 1897. «Να προσέχετε, να τρώτε καλά. Να προσέχετε το φαγητό σας στη Γαλλία όπου αι σάλτζαις σκεπάζουν πολλά!!» Να προσέχετε τα πάντα, «Κωστάκη,» -ο Καβάφης ήταν τότε 34 χρόνων- «στον ζωολογικό κήπο μην πας πολύ κοντά στους φίλους σου τα ζώα, γιατί καμιά φορά θυμώνουν...».


Είναι ώρα να κλείσουμε τα καπάκια των τεντζερέδων στην κουζίνα του Καβαφέικου. Ας κρυφακούσουμε για λίγο ακόμα πίσω από την πόρτα της τραπεζαρίας τους για να μαντέψουμε το κλίμα της ευωχίας τους. Το δείπνο σερβίρεται στις 7.30'. Ο Αχμέτ, εξαιρετικός μάγειρας μαγείρεψε σούπα, κοτόπουλο, παστιτσάκια. Επιδόρπιο μουχαλεμπί. Κλείνοντας την πόρτα πίσω μας έρχεται στο μυαλό μας εκείνο το παλιό τραγούδι μιας άλλης ελληνίδας της διασποράς, της Λωξάντρας:


«Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου
και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου.

Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος,
και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος » .


Η παραπάνω εισήγηση παρουσιάστηκε στο Συνέδριο για τον Κ.Π. Καβάφη  που οργάνωσε το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας τον Ιούνιο του 2010 υπό την καθοδήγηση του αείμνηστου Μίμη Σουλιώτη.